συβήνη: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
(39)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[θήκη]] αυλού<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «[[συβήνη]]<br />[[τοξοθήκη]]» <br />β) «[[συβήνη]]<br />[[ναυτικός]] [[χιτών]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τόσο η σημ. της λ. (<b>πρβλ.</b> [[τόξον]]) όσο και η [[μορφή]] της (<b>πρβλ.</b> [[σαγήνη]]) οδηγούν στην [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για δάνεια λ.].
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[θήκη]] αυλού<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «[[συβήνη]]<br />[[τοξοθήκη]]» <br />β) «[[συβήνη]]<br />[[ναυτικός]] [[χιτών]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τόσο η σημ. της λ. (<b>πρβλ.</b> [[τόξον]]) όσο και η [[μορφή]] της (<b>πρβλ.</b> [[σαγήνη]]) οδηγούν στην [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για δάνεια λ.].
}}
{{elnl
|elnltext=συβήνη -ης, ἡ koker (om pijl en boog in te bewaren).
}}
}}

Revision as of 11:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῠβήνη Medium diacritics: συβήνη Low diacritics: συβήνη Capitals: ΣΥΒΗΝΗ
Transliteration A: sybḗnē Transliteration B: sybēnē Transliteration C: syvini Beta Code: subh/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A flute-case, IG12.280.86, Ar. Th.1197,1215 (where a barbarian is speaking), Poll.7.153, 10.153, EM732.25, Hsch.

German (Pape)

[Seite 961] ἡ, u. συβίνη statt σιβύνη, Ar. Th. 1197. 1216, Schol. αὐλοθήκή, φαρετρεών; vgl. Poll. 10, 153 u. Phot.

Greek (Liddell-Scott)

σῠβήνη: ἢ σῠβίνη [ῑ], ἡ, θήκη αὐλοῦ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1197, 1215 (ἔνθα βάρβαρος εἶναι ὁ λαλῶν)· ὁ δεύτερος τύπος παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 153, Ι΄, 153, Ἐτυμολ. Μέγ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «συβήνη· αὐλοθήκη, ἢ τοξοθήκη. ἢ ναυτικὸς χιτών». - «συβίνη· καπροβόλον. ἐμβόλιον» ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. θήκη αυλού
2. (κατά τον Ησύχ.) α) «συβήνη
τοξοθήκη»
β) «συβήνη
ναυτικός χιτών».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο η σημ. της λ. (πρβλ. τόξον) όσο και η μορφή της (πρβλ. σαγήνη) οδηγούν στην υπόθεση ότι πρόκειται για δάνεια λ.].

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. θήκη αυλού
2. (κατά τον Ησύχ.) α) «συβήνη
τοξοθήκη»
β) «συβήνη
ναυτικός χιτών».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο η σημ. της λ. (πρβλ. τόξον) όσο και η μορφή της (πρβλ. σαγήνη) οδηγούν στην υπόθεση ότι πρόκειται για δάνεια λ.].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συβήνη -ης, ἡ koker (om pijl en boog in te bewaren).