πάραντα: Difference between revisions
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
(5) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πάραντα:''' επίρρ., [[πλαγίως]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''πάραντα:''' επίρρ., [[πλαγίως]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πάρ-αντα adv., zijwaarts. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:04, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A sideways, Il.23.116.
German (Pape)
[Seite 492] seitwärts, seitab, πολλὰ δ' ἄναντα, κάταντα, πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον Il. 23, 116. – Das adj. παράντης scheint nicht vorzukommen.
Greek (Liddell-Scott)
πάραντα: Ἐπίρρ., ἐκτὸς τῆς εὐθείας ὁδοῦ, πολλὰ δ’ἄναντα κάταντα πάραντά τε, δόχμιά τ’ ἦλθον Ἰλ. Ψ. 116, ἀλλὰ κατὰ τὰ Ἑνετικὰ Σχόλ. «πάραντα, μήτε ἀνωφερῆ μήτε κατωφερῆ, ἀλλὰ εὐθύτομα», κατὰ δὲ τὸν Ἡσύχ. «τὰ παρὰ τὰ ἀντικρύ, οἷον πλάγια, τὰ παρατετραμμένα τῆς εὐθείας ὁδοῦ».
French (Bailly abrégé)
adv.
de côté.
Étymologie: παρά, ἄντα.
English (Autenrieth)
(ἄντα): sideways, Il. 23.116†.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. προς τα πλάγια, λοξά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἄντα «απέναντι, κατά πρόσωπο» (πρβλ. κάτ-αντα)].
Greek Monotonic
πάραντα: επίρρ., πλαγίως, σε Ομήρ. Ιλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάρ-αντα adv., zijwaarts.