κόρυθος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(21)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κόρυθος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) [[είδος]] τροχίλου<br />β) [[περικεφαλαία]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ὁ Κόρυθος</i><br />[[προσωνυμία]] του Απόλλωνος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. «[[περικεφαλαία]]» πρόκειται για μεταπλασμένο τ. του [[κόρυς]], -<i>υθ</i>-<i>ος</i>, [[κατά]] τα δευτερόκλιτα αρσ. σε -<i>ος</i>. Με τη σημ. «[[τροχίλος]]» πρόκειται για παράλληλο τ. του [[κόρυδος]] ([[επίσης]] <span style="color: red;"><</span> [[κόρυς]]) με [[παρέκταση]] -<i>θ</i>- [[αντί]] -<i>δ</i>-].
|mltxt=[[κόρυθος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) [[είδος]] τροχίλου<br />β) [[περικεφαλαία]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ὁ Κόρυθος</i><br />[[προσωνυμία]] του Απόλλωνος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. «[[περικεφαλαία]]» πρόκειται για μεταπλασμένο τ. του [[κόρυς]], -<i>υθ</i>-<i>ος</i>, [[κατά]] τα δευτερόκλιτα αρσ. σε -<i>ος</i>. Με τη σημ. «[[τροχίλος]]» πρόκειται για παράλληλο τ. του [[κόρυδος]] ([[επίσης]] <span style="color: red;"><</span> [[κόρυς]]) με [[παρέκταση]] -<i>θ</i>- [[αντί]] -<i>δ</i>-].
}}
{{elnl
|elnltext=κόρυθος gen. van κόρυς.
}}
}}

Revision as of 11:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόρῠθος Medium diacritics: κόρυθος Low diacritics: κόρυθος Capitals: ΚΟΡΥΘΟΣ
Transliteration A: kórythos Transliteration B: korythos Transliteration C: korythos Beta Code: ko/ruqos

English (LSJ)

ὁ, (κόρυς)

   A crested τροχίλος, Hsch.; but also, = περικεφαλαία, Id.    II Κόρυθος, title of Apollo, Bull.Soc.Roy.Lund 1928-9iv 40; Κόριθος, ib.39. κορυλλίων, a bird (perh. = κολλυρίων), Hsch.

German (Pape)

[Seite 1488] ὁ, eine Art τροχίλος, wohl κόρυδος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κόρῠθος: ὁ, (κόρυς), ὁ μετὰ λόφου, τροχίλος Ἡσύχ., πρβλ. κορυδός.

French (Bailly abrégé)

gén. de κόρυς.

Greek Monolingual

κόρυθος, ὁ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) α) είδος τροχίλου
β) περικεφαλαία
2. ως κύριο όν. ὁ Κόρυθος
προσωνυμία του Απόλλωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «περικεφαλαία» πρόκειται για μεταπλασμένο τ. του κόρυς, -υθ-ος, κατά τα δευτερόκλιτα αρσ. σε -ος. Με τη σημ. «τροχίλος» πρόκειται για παράλληλο τ. του κόρυδος (επίσης < κόρυς) με παρέκταση -θ- αντί -δ-].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόρυθος gen. van κόρυς.