κεγχριαῖος: Difference between revisions
ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities
(2b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κεγχριαῖος:''' размером с просяное зерно (κ. τὸ [[μέγεθος]] Luc.). | |elrutext='''κεγχριαῖος:''' размером с просяное зерно (κ. τὸ [[μέγεθος]] Luc.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κεγχριαῖος -α -ον [κέγχρος] zo groot als een gierstekorrel. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:24, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A of the size of a grain of millet, μεγέθη Dsc.2.83, cf. Luc.Icar.18, Theo Sm. p.125 H.
German (Pape)
[Seite 1410] von der Größe eines Hirsekorns, κεγχριαῖος ἦν τὸ μέγεθος Luc. Icarom. 18.
Greek (Liddell-Scott)
κεγχριαῖος: -α, -ον, ἔχων τὸ μέγεθος τοῦ κέγχρου, Λουκ. Ἰκαρ. 18.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
gros comme un grain de millet.
Étymologie: κέγχρος.
Greek Monolingual
κεγχριαῑος, -ία, -ον (Α)
ίσος στο μέγεθος με το κεχρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα -ιαῑος (πρβλ. κολοσσ-ιαίος, πλευρ-ιαίος)].
Greek Monotonic
κεγχριαῖος: -α, -ον (κέγχρος), αυτός που έχει το μέγεθος ενός σπυριού κεχριού, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
κεγχριαῖος: размером с просяное зерно (κ. τὸ μέγεθος Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεγχριαῖος -α -ον [κέγχρος] zo groot als een gierstekorrel.