συνεισάγω: Difference between revisions
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
(6) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνεισάγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[εισάγω]] μαζί, σε Ξεν. | |lsmtext='''συνεισάγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[εισάγω]] μαζί, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-εισάγω samen naar binnen brengen, met acc. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:28, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ],
A bring in together, τὰ ἐπιτήδεια X.Cyr.3.2.24; τὰ ἱερὰ ὀφειλήματα PEleph.26.6 (iii B.C.); ἡ ἔχθρα σ. τῷ μίσει φθόνον Plu.2.91b, cf.Placit.1.27.3, Hierocl.in CA6p.428M., 22p.468M.:—Med., πυροῦ [ἀρτάβας] σ. τῇ ἐφετείᾳ φορολογίᾳ BGU1760.28 (i B.C.):— Pass., ᾧ συνεισάγεται in which is included . ., S.E.P.2.86, cf. Steph. in Hp.1.107D.
German (Pape)
[Seite 1011] (s. ἄγω), mit od. zugleich einführen, einbringen; Her. 5, 75; τὰ ἐπιτήδεια, Xen. Cyr. 3, 2, 24; – sc. στρατόν, zugleich einen Einfall thun, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνεισάγω: εἰσάγω ὁμοῦ, τὰ ἐπιτήδεια Ξεν. Κύρ. 3. 2, 24· ἡ ἔχθρα σ. τῷ μίσει φθόνον Πλούτ. 2, 91Β. ― Παθ., συνεισάγεται, ἀκολουθεῖ συγχρόνως, ἐπὶ ἐπιδράσεως, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2, 86· ― ῥηματ. ἐπίθετ. συνεισακτέον, δεῖ συνεισάγειν, Ὠριγέν. τ. 1, σ. 181Α.
French (Bailly abrégé)
introduire avec ou en même temps, acc. ; fig. amener : τινί τι une chose avec une autre.
Étymologie: σύν, εἰσάγω.
Greek Monolingual
ΝΑ εἰσάγω
εισάγω συγχρόνως
νεοελλ.
μέσ. συνεισάγομαι
α) (για δίκη) εισάγομαι για εκδίκαση μαζί με άλλη
β) (για νομοσχέδιο) εισάγομαι για ψηφοφορία μαζί με άλλο
αρχ.
1. συμπεριλαμβάνω
2. συνεισφέρω.
Greek Monolingual
ΝΑ εἰσάγω
εισάγω συγχρόνως
νεοελλ.
μέσ. συνεισάγομαι
α) (για δίκη) εισάγομαι για εκδίκαση μαζί με άλλη
β) (για νομοσχέδιο) εισάγομαι για ψηφοφορία μαζί με άλλο
αρχ.
1. συμπεριλαμβάνω
2. συνεισφέρω.
Greek Monotonic
συνεισάγω: μέλ. -ξω, εισάγω μαζί, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εισάγω samen naar binnen brengen, met acc.