ἔκμετρος: Difference between revisions
(10) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔκμετρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[υπέρμετρος]], [[αμέτρητος]] («[[ὄλβος]] [[ἔκμετρος]]»)<br /><b>2.</b> (για [[πόδα]] ή στίχο) αυτός που ξεπερνά το [[μέτρο]]<br /><b>3.</b> [[ακράτητος]], [[αχαλίνωτος]]. | |mltxt=[[ἔκμετρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[υπέρμετρος]], [[αμέτρητος]] («[[ὄλβος]] [[ἔκμετρος]]»)<br /><b>2.</b> (για [[πόδα]] ή στίχο) αυτός που ξεπερνά το [[μέτρο]]<br /><b>3.</b> [[ακράτητος]], [[αχαλίνωτος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔκμετρος:''' <b class="num">1)</b> безмерный, огромный ([[ὄλβος]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> неумеренный, чрезмерный (ἔ. καὶ [[ὑπὲρ]] τὸν [[πόδα]] Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A out of measure, measureless, ὄλβος S.Fr.353, cf. Man.4.464,626; of a verse, exceeding the due length, Luc.Pr.Im.18.
German (Pape)
[Seite 769] 1) außer dem Maaße, übermäßig; ὀλβος Soph. frg. 324; vgl. B. A. 38, wo χρυσός, καρπός, ὄχλος ἔκμ. angeführt werden; καὶ ὑπὲρ τὸν πόδα Luc. pro imag. 18. – 2) = ἄμετρος, ohne Metrum, prosaisch, Luc. Iup. trag. 20, Ggstz ἔμμετρος.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκμετρος: -ον, ἀμέτρητος, ἄμετρος, ὄλβος Σοφ. Ἀποσπ. 324, πρβλ. ποὺς ΙΙΙ. ― ἀντίθετον τῷ ἔμμετρος.
Spanish (DGE)
-ον
I 1fuera de toda medida, inconmensurable ὄλβος S.Fr.353, γυῖα Man.4.464, cf. 626.
2 métr. que excede la medida debida de un verso, Luc.Pr.Im.18.
II adv. -ως fuera de medida Poll.5.167.
Greek Monolingual
ἔκμετρος, -ον (Α)
1. υπέρμετρος, αμέτρητος («ὄλβος ἔκμετρος»)
2. (για πόδα ή στίχο) αυτός που ξεπερνά το μέτρο
3. ακράτητος, αχαλίνωτος.
Russian (Dvoretsky)
ἔκμετρος: 1) безмерный, огромный (ὄλβος Soph.);
2) неумеренный, чрезмерный (ἔ. καὶ ὑπὲρ τὸν πόδα Luc.).