μύστρον: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
(26) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μύστρον]], τὸ (ΑΜ, Α και [[μύστρος]], ὁ)<br />[[κοχλιάριο]], [[κουτάλι]] («ἑκάστῳ τῶν δειπνούντων δοθέντων μύστρων χρυσῶν», Ἀθήν.)<br /><b>μσν.</b><br />[[μέτρο]] χωρητικότητας ίσο με δύο [[κοχλιάρια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μυστίλη]] <br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μύστρου [[πλῆθος]]» — πλήρες [[κοχλιάριο]] ως [[δόση]] φαρμάκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[μυστίλη]]. | |mltxt=[[μύστρον]], τὸ (ΑΜ, Α και [[μύστρος]], ὁ)<br />[[κοχλιάριο]], [[κουτάλι]] («ἑκάστῳ τῶν δειπνούντων δοθέντων μύστρων χρυσῶν», Ἀθήν.)<br /><b>μσν.</b><br />[[μέτρο]] χωρητικότητας ίσο με δύο [[κοχλιάρια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μυστίλη]] <br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μύστρου [[πλῆθος]]» — πλήρες [[κοχλιάριο]] ως [[δόση]] φαρμάκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[μυστίλη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μύστρον:''' τό мистр (мера жидкостей = ок. 0.01 л) Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:48, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A = μυστίλη, Nic.Fr.68.8, cf. Ath.3.126a. 2 spoon, Hippoloch. ap. eund.4.129c, Dsc.3.22, POxy.921.25 (iii A. D.), etc.; μύστρου πλῆθος spoonful, as a dose, Archig. ap. Orib.8.2.28, Herod. Med. ap. eund.8.3.2; μ. alone, as a measure, Gal.13.57, 19.770, Hippiatr.Append.p.446.
German (Pape)
[Seite 223] τό, auch μύστρος, ὁ, der Löffel, vgl. Ath. III, 126. XI, 784 b, der das Wort aus Nic. nachweist: ἠρέμα δὲ χλιάον κοίλοις ἐξαίνυσο μύστροις. – Auch ein Maaß, zwei κοχλιάρια habend, Hippiatr.
Greek (Liddell-Scott)
μύστρον: τό, = μυστίλη, Νίκ. παρ’ Ἀθην. 126Α κἑξ.· κοχλιάριον, Ἀθήν. 129Α· ὑποκορ. μυστρίον, Εὐστάθ. 1368. 51: ὡσαύτως μύστρος, ὁ, Πολυδ. ϛʹ, 87. ΙΙ. μέτρον τι ἴσον πρὸς δύο κοχλιάρια, Ἱππιατρ.· ὡσαύτως μυστρίον, Δίδυμ. Ἀλεξ. ΙΙΙ. μυστρίον, τὸ νῦν καλούμενον «μυστρὶ» ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κτίσταις, Ἰω. Διάκονος εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 366.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 cuiller;
2 mystre, mesure de deux cuillerées.
Étymologie: μύζω.
Greek Monolingual
μύστρον, τὸ (ΑΜ, Α και μύστρος, ὁ)
κοχλιάριο, κουτάλι («ἑκάστῳ τῶν δειπνούντων δοθέντων μύστρων χρυσῶν», Ἀθήν.)
μσν.
μέτρο χωρητικότητας ίσο με δύο κοχλιάρια
αρχ.
1. μυστίλη
2. φρ. «μύστρου πλῆθος» — πλήρες κοχλιάριο ως δόση φαρμάκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μυστίλη.
Russian (Dvoretsky)
μύστρον: τό мистр (мера жидкостей = ок. 0.01 л) Anth.