λοχισμός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λοχισμός:''' ὁ ([[λοχίζω]]), [[τοποθέτηση]] σε [[ενέδρα]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''λοχισμός:''' ὁ ([[λοχίζω]]), [[τοποθέτηση]] σε [[ενέδρα]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''λοχισμός:''' ὁ устройство засады, помещение в засаду Plut.
}}
}}

Revision as of 12:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοχισμός Medium diacritics: λοχισμός Low diacritics: λοχισμός Capitals: ΛΟΧΙΣΜΟΣ
Transliteration A: lochismós Transliteration B: lochismos Transliteration C: lochismos Beta Code: loxismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A placing in ambush, Plu.Phil.13 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

λοχισμός: ὁ, ἡ εἰς ἐνέδραν τοποθέτησις, Πλουτ. Φιλοπ. 13.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de mettre ou de se mettre en embuscade.
Étymologie: λοχίζω.

Greek Monolingual

λοχισμός, ὁ (Α) λοχίζω
στήσιμο ενέδρας, καρτέρι, παγίδα.

Greek Monotonic

λοχισμός: ὁ (λοχίζω), τοποθέτηση σε ενέδρα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

λοχισμός: ὁ устройство засады, помещение в засаду Plut.