νοήμων: Difference between revisions
ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νοήμων:''' ([[νοέω]]), -ον, γεν. <i>-ονος</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[σκεπτικός]], [[ευφυής]], αυτός που διαθέτει [[νόηση]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έχει σωστή [[κρίση]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''νοήμων:''' ([[νοέω]]), -ον, γεν. <i>-ονος</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[σκεπτικός]], [[ευφυής]], αυτός που διαθέτει [[νόηση]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έχει σωστή [[κρίση]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νοήμων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> разумный, рассудительный, мудрый (ν. καὶ [[δίκαιος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> находящийся в здравом уме Her. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A thoughtful, intelligent, ἐπεὶ οὔ τι νοήμονες οὐδὲ δίκαιοι Od.2.282, 3.133, cf. Eus.Mynd.20; of philosophers, Luc.Philops.34; νοήμονα τέκτονα χαλκοῦ Epigr.Gr.907.5 (Sinope). II in one's right mind, opp. παραφρονέων, Hdt.3.34.
Greek (Liddell-Scott)
νοήμων: -ον, γεν. -ονος, ὡς καὶ νῦν, ἔχων νοῦν, ἐπεὶ οὔτι νοήμονες οὐδὲ δίκαιοι Ὀδ. Β. 282., 3. 133· ἐπὶ τῶν φιλοσόφων, Λουκ. Φιλοψ. 34· τέκνων Συλλ. Ἐπιγρ. 4158. ΙΙ. ὁ τὸν νοῦν ὑγιής, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παραφρονέων, Ἡρόδ. 3. 34.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
1 réfléchi, prudent, sage;
2 qui est dans son bon sens.
Étymologie: νοέω.
English (Autenrieth)
ονος: thoughtful, discreet. (Od.)
Greek Monolingual
ον, αρσ. και νοήμονας (Α νοήμων, -ον) νόημα
1. αυτός που έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται, να σκέπτεται
2. ευφυής, έξυπνος
3. συνετός, μυαλωμένος
νεοελλ.
φρ. «το νοήμον κοινό»
ειρων. το κοινό που, κατά βάθος, λίγα πράγματα καταλαβαίνει
αρχ.
1. ικανός, επιτήδειος, επιδέξιος
2. υγιής στο πνεύμα («οἴνῳ προσκείμενον παραφρονέειν καὶ οὐκ εἶναι νοήμονα», Ηρόδ.).
Greek Monotonic
νοήμων: (νοέω), -ον, γεν. -ονος·
I. σκεπτικός, ευφυής, αυτός που διαθέτει νόηση, σε Ομήρ. Οδ.
II. αυτός που έχει σωστή κρίση, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
νοήμων: 2, gen. ονος
1) разумный, рассудительный, мудрый (ν. καὶ δίκαιος Hom.);
2) находящийся в здравом уме Her.