προσκρίνω: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(35) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[κρίνω]]<br /><b>1.</b> [[επιδικάζω]]<br /><b>2.</b> [[προδικάζω]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>προσκρίνομαι</i><br />α) αφιερώνομαι, προσφέρομαι («τῷ θεῷ προσκρίνεται», Φίλ.)<br />β) <b>(φιλοσ.)</b> ενώνομαι με [[κάτι]], αφομοιώνομαι («προσκρίνεσθαι τῷ σώματι», Δαμάσκ.). | |mltxt=Α [[κρίνω]]<br /><b>1.</b> [[επιδικάζω]]<br /><b>2.</b> [[προδικάζω]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>προσκρίνομαι</i><br />α) αφιερώνομαι, προσφέρομαι («τῷ θεῷ προσκρίνεται», Φίλ.)<br />β) <b>(φιλοσ.)</b> ενώνομαι με [[κάτι]], αφομοιώνομαι («προσκρίνεσθαι τῷ σώματι», Δαμάσκ.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσ-κρίνω, pass. intrans. zich verbinden:. ἐν τοῖς προσκριθεῖσι in al wat zich verbindt Anaxag. B 14. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ],
A adjudge or award, τὴν χώραν αὐτῷ SIG679.55 (ii B.C.), cf. J.BJ Prooem.4, D.L.1.74:—Pass., τῷ θεῷ Ph.1.690, cf. PAmh.64.5 (ii A.D.), etc. II Pass., to be joined with, assimilated, opp. ἀποκρίνομαι, Anaxag.14, cf. Gal.8.721; τῷ σώματι Dam.Pr. 402.
German (Pape)
[Seite 770] durch ein Urtheil zusprechen, zuerkennen; pass. damit vereinigt, hinzugesetzt werden; Sp., wie D. L. 1, 74.
Greek (Liddell-Scott)
προσκρίνω: [ῑ], ἐπιδικάζω, τοῖς Ἀθηναίοις προσκρῖναι Διογ. Λ. 1. 74, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. ἐν τῷ προοιμ. 4. ― Παθ., ἑνοῦμαι μετά τινος, ἀφοσιοῦμαι, ἀντίθετον τῷ ἀποκρίνομαι, ὅρος τῆς περὶ ἀτόμων φιλοσοφίας, Ἀναξαγόρου Ἀποσπ. 23.
Greek Monolingual
Α κρίνω
1. επιδικάζω
2. προδικάζω
3. παθ. προσκρίνομαι
α) αφιερώνομαι, προσφέρομαι («τῷ θεῷ προσκρίνεται», Φίλ.)
β) (φιλοσ.) ενώνομαι με κάτι, αφομοιώνομαι («προσκρίνεσθαι τῷ σώματι», Δαμάσκ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-κρίνω, pass. intrans. zich verbinden:. ἐν τοῖς προσκριθεῖσι in al wat zich verbindt Anaxag. B 14.