ἐχεγλωττία: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(15)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐχεγλωττία]], ἡ (Α)<br />[[εγκράτεια]] στη [[γλώσσα]], [[σιωπή]], [[σιγή]]<br />η λ. πλάστηκε από τον Λουκιανό [[κατά]] το [[ἐκεχειρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εχε</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i> I) <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωττία</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>γλωττος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γλώττα]]].
|mltxt=[[ἐχεγλωττία]], ἡ (Α)<br />[[εγκράτεια]] στη [[γλώσσα]], [[σιωπή]], [[σιγή]]<br />η λ. πλάστηκε από τον Λουκιανό [[κατά]] το [[ἐκεχειρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εχε</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i> I) <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωττία</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>γλωττος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γλώττα]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐχεγλωττία:''' ἡ (по аналогии с [[ἐκεχειρία]]) день воздержания от речей Luc.
}}
}}

Revision as of 12:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχεγλωττία Medium diacritics: ἐχεγλωττία Low diacritics: εχεγλωττία Capitals: ΕΧΕΓΛΩΤΤΙΑ
Transliteration A: echeglōttía Transliteration B: echeglōttia Transliteration C: echeglottia Beta Code: e)xeglwtti/a

English (LSJ)

ἡ,

   A tongue-truce, 'linguistice', coined by Luc.Lex.9, after ἐκεχειρία (armistice).

German (Pape)

[Seite 1124] ἡ, Zungenstillstand, nach ἐκεχειρία von Luc. Lexiph. 9 gebildet.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχεγλωττία: ἡ, ἀνοκωχή γλώσσης, σιγή, σιωπή, λέξις χαλκευθεῖσα ὑπὸ τοῦ Λουκιανοῦ ἐν Λεξιφ. 9, κατὰ τὸ ἐκεχειρία (διακοπὴ πολεμικῶν ἐργασιῶν).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
discrétion, silence.
Étymologie: ἔχω, γλῶσσα.

Greek Monolingual

ἐχεγλωττία, ἡ (Α)
εγκράτεια στη γλώσσα, σιωπή, σιγή
η λ. πλάστηκε από τον Λουκιανό κατά το ἐκεχειρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + -γλωττία < -γλωττος < γλώττα].

Russian (Dvoretsky)

ἐχεγλωττία: ἡ (по аналогии с ἐκεχειρία) день воздержания от речей Luc.