θυροκόπος: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θῠροκόπος:''' -ον ([[κόπτω]]), αυτός που κρούει τη [[θύρα]], ο [[ζητιάνος]], αυτός που επαιτεί, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''θῠροκόπος:''' -ον ([[κόπτω]]), αυτός που κρούει τη [[θύρα]], ο [[ζητιάνος]], αυτός που επαιτεί, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''θῠροκόπος:''' досл. стучащийся в дверь, перен. просящий подаяния Aesch.
}}
}}

Revision as of 12:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠροκόπος Medium diacritics: θυροκόπος Low diacritics: θυροκόπος Capitals: ΘΥΡΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: thyrokópos Transliteration B: thyrokopos Transliteration C: thyrokopos Beta Code: quroko/pos

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A knocking at the door, begging, ψευδόμαντις A.Ag.1195.

German (Pape)

[Seite 1227] an die Thür klopfend, bettelnd, Aesch. Ag. 1168; vgl. B. A. 42, 32.

Greek (Liddell-Scott)

θῠροκόπος: -ον, (κόπτω) ὁ κτυπῶν τὴν θύραν, ἐπαίτης, ψωμοζήτης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1195.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui frappe aux portes, mendiant.
Étymologie: θύρα, κόπτω.

Greek Monolingual

θυροκόπος, -ον (Α)
αυτός που χτυπά τις πόρτες, αυτός που ζητιανεύει, ο επαίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ηλο-κόπος, ξυλο-κόπος.

Greek Monotonic

θῠροκόπος: -ον (κόπτω), αυτός που κρούει τη θύρα, ο ζητιάνος, αυτός που επαιτεί, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

θῠροκόπος: досл. стучащийся в дверь, перен. просящий подаяния Aesch.