ἀνέζω: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(4)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνέζω]] (Α) ([[άχρηστος]] ενεστώτας) [[έζομαι]]<br /><b>1.</b> [[καθίζω]], [[τοποθετώ]]<br /><b>2.</b> [[αποκαθιστώ]] στη [[θέση]] του<br /><b>3.</b> (-ομαι) [[κάθομαι]]<br />[[ἀνέζομαι]]<br />[[κάθομαι]], [[ανακαθίζω]].
|mltxt=[[ἀνέζω]] (Α) ([[άχρηστος]] ενεστώτας) [[έζομαι]]<br /><b>1.</b> [[καθίζω]], [[τοποθετώ]]<br /><b>2.</b> [[αποκαθιστώ]] στη [[θέση]] του<br /><b>3.</b> (-ομαι) [[κάθομαι]]<br />[[ἀνέζομαι]]<br />[[κάθομαι]], [[ανακαθίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνέζω:''' praes. к [[ἀνεῖσα]].
}}
}}

Revision as of 13:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέζω Medium diacritics: ἀνέζω Low diacritics: ανέζω Capitals: ΑΝΕΖΩ
Transliteration A: anézō Transliteration B: anezō Transliteration C: anezo Beta Code: a)ne/zw

English (LSJ)

pres. not found,

   A set upon, ἐς δίφρον ἀνέσαντες Il.13.657; εἰς εὐνὴν ἀνέσαιμι 14.209, cf. 1.310 (tm.); restore to one's place. οὐκ οἶδ' ἢ κέν μ' ἀνέσει θεός Od.18.265:—Pass., sit upright, ἀνὰ δ' ἕζετο σιγῆ A.R.1.1170, 4.1332.

German (Pape)

[Seite 220] hinaussetzen; Hom. Iliad. 13, 657 ἐς δίφρον δ' ἀνέσαντες ἄγον, sie setzten ihn (einen Todten) auf den Wagen; Apoll. Rhod. las ἀναθέντες, s. Scholl. Didym.; die Lesart ἀνέσαντες könnte vielleicht auch von ἀνίημι abgeleitet werden; vgl. Iliad. 21, 537 ἄνεσαν πύλας, 14, 209 εἰ κείνω εἰς εὐνὴν ἀνέσαιμι ὁμωθῆναι φιλότητι; zu ἀνέζω zieht man auch Apoll. Rhod. 4, 1332 Ἰήσων παπτήνας ἀν ἄρ' ἕζετ' ἐπὶ χθονός, ὧδέ τ' ἔειπεν.

Spanish (DGE)

I 1colocar, ponerεἰς δίφρον Il.13.657, εἰς εὐνήν Il.14.209.
2 devolver a su puesto οὐκ οἶδ' ἤ κέν μ' ἀνέσει θεός Od.18.265.
II v. med. sentarse ἀνὰ δ' ἕζετο σιγῇ A.R.1.1170, ἐπὶ χθονός A.R.4.1332.

Greek Monolingual

ἀνέζω (Α) (άχρηστος ενεστώτας) έζομαι
1. καθίζω, τοποθετώ
2. αποκαθιστώ στη θέση του
3. (-ομαι) κάθομαι
ἀνέζομαι
κάθομαι, ανακαθίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέζω: praes. к ἀνεῖσα.