σίαλον: Difference between revisions

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σίᾰλον:''' ή σίελον, τό, [[σάλιο]], [[έκκριμα]] των σιελογόνων αδένων, [[φτύμα]], σε Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''σίᾰλον:''' ή σίελον, τό, [[σάλιο]], [[έκκριμα]] των σιελογόνων αδένων, [[φτύμα]], σε Ξεν. κ.λπ.
}}
{{elnl
|elnltext=σίαλον -ου, τό, meestal σίελον, speeksel; geneesk. ook slijm. Hp.
}}
}}

Revision as of 14:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐᾰλον Medium diacritics: σίαλον Low diacritics: σίαλον Capitals: ΣΙΑΛΟΝ
Transliteration A: síalon Transliteration B: sialon Transliteration C: sialon Beta Code: si/alon

English (LSJ)

or σίελον, τό,

   A spittle, saliva, Hp. Aph.7.16, Pherecr.69, X.Mem.1.2.54; σιάλῳ παιδία παραλείφειν Democrates ap.Arist.Rh.1407a8.    II synovial fluid, Hp.Carn. 10. [Att. σίαλον, τό, Hellenic σίελος, ὁ, acc. to Moer.p.347 P.; the latter occurs LXXIs.40.15 (neut. σίελον cod.A), Aret.SD2.2, PMag.Par.1.132: pl. τὰ σίελα LXX 1 Ki.21.13.]

German (Pape)

[Seite 877] τό, ion. σίελον, 1) Speichel, Geifer, der vor dem Munde stehende Schaum, davon das lat. saliva; Hippocr.; Xen. Mem. 1, 2, 54; Pol. 12, 13, 11; Luc. Alex. 21. – 2) das fettige Gliederwasser, μύξα, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

σίᾰλον: ἢ σίελον, τό, (πρβλ. ὕαλος, ὕελος, πτύαλος, πτύελον)· ― «σάλιο», Ἱππ. Ἀφ. 1259, Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖ» 3, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 54· σιάλῳ παιδία παραλείφειν Δημόκρ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητορ. 3. 4, 3· ― ἐν Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 2, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Μ΄, 15) σίελον ἐκ διορθώσεως ΙΙ. ὡσαύτως = μύξα, κόρυζα, Ἱππ. 251. 36· πρβλ. σαλός (ἐπίθετ.). ― (Πρβλ. Λατ. saliva· Ἀρχ. Σκανδιν., Ἀγγλο-Σαξον., καὶ Ἀρχ. Γερμαν. slim· Σλαυ. slina· ― ὁ Κούρτ. ἀναφέρει καὶ τὸ σίαλος εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν· ― πρβλ. καὶ τὸ σιγαλόεις).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
salive, bave.
Étymologie: cf. σίαλος.

Greek Monotonic

σίᾰλον: ή σίελον, τό, σάλιο, έκκριμα των σιελογόνων αδένων, φτύμα, σε Ξεν. κ.λπ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σίαλον -ου, τό, meestal σίελον, speeksel; geneesk. ook slijm. Hp.