φορίνη: Difference between revisions

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
(45)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br />το παχύ [[δέρμα]], η [[δορά]] παχύδερμων ζώων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[δέρμα]] ορισμένων ψαριών<br /><b>2.</b> το [[κέλυφος]] της χελώνας<br /><b>3.</b> το ανθρώπινο [[δέρμα]]<br /><b>4.</b> [[ένδυμα]] από [[χοιρινό]] [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. <i>φορ</i>-<i>ίνη</i> ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ghw</i><i>ō</i><i>r</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ghw</i><i>ē</i><i>r</i>- «άγριο ζώο» (<b>βλ. λ.</b> <i>θήρ</i>, για το βραχύ [[φωνήεν]] του τ. [[φορίνη]], <b>πρβλ.</b> λατ. <i>fĕrus</i>) και αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του θηλ. ενός επιθ. <i>φόρινος</i>, [[κατά]] [[παράλειψη]] του ουσ. σε φρ., όπως [[φορίνη]] [[χροιά]] ή [[φορίνη]] [[δορά]], με σημ. «[[δέρμα]] άγριου ζώου» (για το [[επίθημα]] -<i>ινος</i>, -<i>ίνη</i>, <b>πρβλ.</b> <i>πύξ</i>-<i>ινος</i>, <i>ῥητ</i>-<i>ίνη</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[πρέπει]] να αναχθεί στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>bher</i>- «[[στέκομαι]] [[ψηλά]], [[κράσπεδο]], [[άκρη]]» και να συνδεθεί με το αρχ. ισλδ. <i>borkr</i> και το γερμ. <i>Borke</i> με σημ. «[[φλοιός]], [[κόρα]], [[τσόφλι]]», τα οποία προέρχονται από [[ρίζα]] <i>bhreĝ</i>- (επεκταμένη, με -<i>g</i>-, [[μορφή]] της ΙΕ ρίζας <i>bher</i>-)].
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br />το παχύ [[δέρμα]], η [[δορά]] παχύδερμων ζώων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[δέρμα]] ορισμένων ψαριών<br /><b>2.</b> το [[κέλυφος]] της χελώνας<br /><b>3.</b> το ανθρώπινο [[δέρμα]]<br /><b>4.</b> [[ένδυμα]] από [[χοιρινό]] [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. <i>φορ</i>-<i>ίνη</i> ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ghw</i><i>ō</i><i>r</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ghw</i><i>ē</i><i>r</i>- «άγριο ζώο» (<b>βλ. λ.</b> <i>θήρ</i>, για το βραχύ [[φωνήεν]] του τ. [[φορίνη]], <b>πρβλ.</b> λατ. <i>fĕrus</i>) και αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του θηλ. ενός επιθ. <i>φόρινος</i>, [[κατά]] [[παράλειψη]] του ουσ. σε φρ., όπως [[φορίνη]] [[χροιά]] ή [[φορίνη]] [[δορά]], με σημ. «[[δέρμα]] άγριου ζώου» (για το [[επίθημα]] -<i>ινος</i>, -<i>ίνη</i>, <b>πρβλ.</b> <i>πύξ</i>-<i>ινος</i>, <i>ῥητ</i>-<i>ίνη</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[πρέπει]] να αναχθεί στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>bher</i>- «[[στέκομαι]] [[ψηλά]], [[κράσπεδο]], [[άκρη]]» και να συνδεθεί με το αρχ. ισλδ. <i>borkr</i> και το γερμ. <i>Borke</i> με σημ. «[[φλοιός]], [[κόρα]], [[τσόφλι]]», τα οποία προέρχονται από [[ρίζα]] <i>bhreĝ</i>- (επεκταμένη, με -<i>g</i>-, [[μορφή]] της ΙΕ ρίζας <i>bher</i>-)].
}}
{{elru
|elrutext='''φορίνη:''' (ῑ) ἠ кожа, одежда из (свиной) шкуры (φορίνην παχεῖαν φέρειν Plut.).
}}
}}

Revision as of 14:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορίνη Medium diacritics: φορίνη Low diacritics: φορίνη Capitals: ΦΟΡΙΝΗ
Transliteration A: phorínē Transliteration B: phorinē Transliteration C: forini Beta Code: fori/nh

English (LSJ)

[ῑ], ἡ,

   A skin or hide of pachydermatous animals, esp. of swine, Hp.Acut.(Sp.)50, Ath.9.381c, etc.; of the rhinoceros, Ael. NA17.44; of the ox, Eust.1915.13; of the chamaeleon, Ael.NA4.33; of the tortoise's shell, dub. in S.Ichn.303: also of human skin, Antipho Soph.33, Aristomen. 10; metaph., φ. παχεῖαν φέρων 'thick-skinned', Plu.2.57a.    II fat, νενημένην χοῖρον πολλῆς φ. Herod. 4.16.

German (Pape)

[Seite 1300] ἡ, 1) die Schwarte am Schweinefleisch, u. übh. die dicke Haut, Sp., στερεά Ael. H. A. 4, 33. – 2) übertr., die dicke Haut eines dummen Menschen, Dickfelligkeit, Unempfindlichkeit, B. A. 70.

Greek (Liddell-Scott)

φορίνη: [ῑ], ἡ, τὸ δέρμα ἢ ἡ δορὰ παχυδέρμων ζῴων, μάλιστα δὲ τοῦ χοίρου, Ἱππ. 404. 55, Ἀθήν. 381C, κλπ.· ἔνδυμα ἐκ τοιούτου δέρματος πεποιημένον, Πλούτ. 2. 57Α· ἐπὶ τοῦ δέρματος τοῦ ῥινοκέρωτος, Αἰλ. περὶ Ζ. 17. 44· τοῦ βοός, Εὐστ. 1915, 13· τοῦ χαμαιλέοντος, Αἰλ. περὶ Ζ. 33· ― ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου δέρματος, Ἀντιφῶντος Ἀποσπ. 115, Ἀριστομένης ἐν «Γόησι» 6· πρβλ. Wytt. εἰς Πλούτ. ἔνθ. ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 peau épaisse et dure comme celle du rhinocéros ou du caméléon;
2 vêtement en peau épaisse.
Étymologie: DELG étym. non établie.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
το παχύ δέρμα, η δορά παχύδερμων ζώων
αρχ.
1. το δέρμα ορισμένων ψαριών
2. το κέλυφος της χελώνας
3. το ανθρώπινο δέρμα
4. ένδυμα από χοιρινό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. φορ-ίνη ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα ghwōr- της ΙΕ ρίζας ghwēr- «άγριο ζώο» (βλ. λ. θήρ, για το βραχύ φωνήεν του τ. φορίνη, πρβλ. λατ. fĕrus) και αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του θηλ. ενός επιθ. φόρινος, κατά παράλειψη του ουσ. σε φρ., όπως φορίνη χροιά ή φορίνη δορά, με σημ. «δέρμα άγριου ζώου» (για το επίθημα -ινος, -ίνη, πρβλ. πύξ-ινος, ῥητ-ίνη). Κατ' άλλη άποψη, η λ. πρέπει να αναχθεί στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας bher- «στέκομαι ψηλά, κράσπεδο, άκρη» και να συνδεθεί με το αρχ. ισλδ. borkr και το γερμ. Borke με σημ. «φλοιός, κόρα, τσόφλι», τα οποία προέρχονται από ρίζα bhreĝ- (επεκταμένη, με -g-, μορφή της ΙΕ ρίζας bher-)].

Russian (Dvoretsky)

φορίνη: (ῑ) ἠ кожа, одежда из (свиной) шкуры (φορίνην παχεῖαν φέρειν Plut.).