κηφηνώδης: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κηφηνώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με κηφήνα, σε Πλάτ. | |lsmtext='''κηφηνώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με κηφήνα, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κηφηνώδης -ες [κηφήν] als van een dar. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,
A like (that of) a drone, ἐπιθυμία Pl.R.554b; of theories, useless, otiose, Cleom.2.1; of a person, κ. καὶ γέρων γενόμενος Phld.Mort.38.
German (Pape)
[Seite 1436] ες, drohnenartig; ἐπιθυμίαι Plat. Rep. VIII, 554 b; τὸν τρόπον Ael. H. A. 1, 10. Vgl. κηφήν.
Greek (Liddell-Scott)
κηφηνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κηφῆνα, Πλάτ. Πολ. 554Β.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 de frelon, semblable à un frelon;
2 p. suite inutile.
Étymologie: κηφήν, -ωδης.
Greek Monolingual
κηφηνώδης, -ῶδες (Α) κηφήν
1. αυτός που μοιάζει με κηφήνα («κηφηνώδεις ἐπιθυμίας ἐν αὐτῷ διὰ τὴν ἀπαιδευσίαν μὴ φῶμεν ἐγγίγνεσθαι», Πλάτ.)
2. (για θεωρίες) ανάξιος λόγου, άχρηστος, ανωφελής
3. (για πρόσ.) αργός, νωθρός («κηφηνώδης καὶ γέρων γενόμενος», Φιλόδ.).
Greek Monotonic
κηφηνώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με κηφήνα, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηφηνώδης -ες [κηφήν] als van een dar.