συμπαροξύνω: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπαροξύνω:''' μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, [[παροξύνω]], [[διεγείρω]], [[εξοργίζω]] [[εξίσου]] ή από κοινού, σε Ξεν.
|lsmtext='''συμπαροξύνω:''' μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, [[παροξύνω]], [[διεγείρω]], [[εξοργίζω]] [[εξίσου]] ή από κοινού, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπαροξύνω:''' <b class="num">1)</b> возбуждать: σ. εἰς τὸ ἀλκίμους εἶναι Xen. воспитывать бодрость;<br /><b class="num">2)</b> раздражать (τινά Plut.).
}}
}}

Revision as of 14:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαροξύνω Medium diacritics: συμπαροξύνω Low diacritics: συμπαροξύνω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΟΞΥΝΩ
Transliteration A: symparoxýnō Transliteration B: symparoxynō Transliteration C: symparoksyno Beta Code: sumparocu/nw

English (LSJ)

   A provoke along with or together, τινα Plu.2.859f, etc.; εἴς τι X.Oec.6.10:—Pass., to be exacerbated at the same time as, λυγμὸν -όμενον τοῖς πυρετοῖς Gal.15.847.

German (Pape)

[Seite 985] mit od. zugleich anreizen, εἰς τὸ ἀλκίμους εἶναι Xen. Oec. 6, 10.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαροξύνω: παροξύνω, διεγείρω ὁμοίως, τινὰ Πλούτ. 2. 859F, κτλ.· τινὰ εἴς τι Ξεν. Οἰκ. 6, 10.

French (Bailly abrégé)

aiguiser ; exciter ensemble.
Étymologie: σύν, παροξύνω.

Greek Monolingual

Α παροξύνω
1. προτρέπω, παρακινώ επίσης
2. οξύνω, ερεθίζω επίσης
3. παθ. συμπαροξύνομαι
οξύνομαι, ερεθίζομαι, συγχρόνως με κάτι άλλο («λυγμὸν συμπαροξυνομένον τοῑς πυρετοῑς», Γαλ.).

Greek Monolingual

Α παροξύνω
1. προτρέπω, παρακινώ επίσης
2. οξύνω, ερεθίζω επίσης
3. παθ. συμπαροξύνομαι
οξύνομαι, ερεθίζομαι, συγχρόνως με κάτι άλλο («λυγμὸν συμπαροξυνομένον τοῑς πυρετοῑς», Γαλ.).

Greek Monotonic

συμπαροξύνω: μέλ. -ῠνῶ, παροξύνω, διεγείρω, εξοργίζω εξίσου ή από κοινού, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συμπαροξύνω: 1) возбуждать: σ. εἰς τὸ ἀλκίμους εἶναι Xen. воспитывать бодрость;
2) раздражать (τινά Plut.).