χαλιναγωγέω: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χᾰλῑνᾰγωγέω:''' [[οδηγώ]] με [[χαλινάρι]], [[χαλιναγωγώ]], σε Λουκ., Κ.Δ.
|lsmtext='''χᾰλῑνᾰγωγέω:''' [[οδηγώ]] με [[χαλινάρι]], [[χαλιναγωγώ]], σε Λουκ., Κ.Δ.
}}
{{elru
|elrutext='''χᾰλῑναγωγέω:''' досл. управлять посредством узды, перен. обуздывать (ἕκαστα τῶν παθῶν Luc.; [[ὅλον]] τὸ [[σῶμα]] NT).
}}
}}

Revision as of 14:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰλῑνᾰγωγέω Medium diacritics: χαλιναγωγέω Low diacritics: χαλιναγωγέω Capitals: ΧΑΛΙΝΑΓΩΓΕΩ
Transliteration A: chalinagōgéō Transliteration B: chalinagōgeō Transliteration C: chalinagogeo Beta Code: xalinagwge/w

English (LSJ)

   A guide with or as with bit and bridle, γλῶσσαν, σῶμα, Ep.Jac.1.26, 3.2, cf. Luc.Salt.70, Tyr.4; ἄνθρωπον Vett.Val. 248.25, cf. Chor.32.139p.376 F.-R., Lib.Decl.3Intr.1.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰλῑνᾰγωγέω: τῷ χαλινῷ ἄγω, κυβερνῶ, χαλινώνω, ἀναχαιτίζω, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 70· τάς... τῶν ἡδονῶν ὀρέξεις, χαλιναγωγούσης (δηλ. τῆς ἡλικίας) ὁ αὐτ. ἐν Τυραννοκτ. 4· εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ, δυνατὸς χαλιναγωγῆσαι καὶ ὅλον τὸ σῶμα Ἐπιστ. Ἰακ. α΄, 26, γ΄, 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
conduire avec le frein.
Étymologie: χαλιναγωγός.

English (Strong)

from a compound of χαλινός and the reduplicated form of ἄγω; to be a bit-leader, i.e. to curb (figuratively): bridle.

English (Thayer)

χαλιναγώγω; 1st aorist infinitive χαλιναγωγῆσαι; (χαλινός and ἄγω); to lead by a bridle, to guide (ἵππον, Walz, Rhett. Graec. i., p. 425,19); tropically, to bridle, hold in check, restrain: τήν γλῶσσαν, τό σῶμα, τάς τῶν ἡδονῶν ὀρεξεις, Lucian, tyrann. 4. (Pollux 1 § 215.))

Greek Monotonic

χᾰλῑνᾰγωγέω: οδηγώ με χαλινάρι, χαλιναγωγώ, σε Λουκ., Κ.Δ.

Russian (Dvoretsky)

χᾰλῑναγωγέω: досл. управлять посредством узды, перен. обуздывать (ἕκαστα τῶν παθῶν Luc.; ὅλον τὸ σῶμα NT).