ψευδόρκιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ψευδόρκιος:''' -ον ([[ὅρκος]]), αυτός που ορκίζεται [[ψευδώς]], [[επίορκος]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ψευδόρκιος:''' -ον ([[ὅρκος]]), αυτός που ορκίζεται [[ψευδώς]], [[επίορκος]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ψευδόρκιος:''' нарушивший клятву: ψευδόρκιοι γενόμενοι Her. нарушив данную клятву.
}}
}}

Revision as of 15:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδόρκιος Medium diacritics: ψευδόρκιος Low diacritics: ψευδόρκιος Capitals: ΨΕΥΔΟΡΚΙΟΣ
Transliteration A: pseudórkios Transliteration B: pseudorkios Transliteration C: psevdorkios Beta Code: yeudo/rkios

English (LSJ)

ον,

   A perjured, forsworn, Hdt.1.165.

German (Pape)

[Seite 1395] = ψεύδορκος, falsch schwörend, meineidig, Her. 1, 165.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδόρκιος: -ον, ψευδῶς ὁρκισθείς, ἐπίορκος, Ἡρόδ. 1. 165.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait un faux serment, qui se parjure.
Étymologie: ψευδής, ὅρκος.

Greek Monolingual

-ον, Α ψεύδορκος
αυτός που έδωσε ψεύτικο όρκο.

Greek Monotonic

ψευδόρκιος: -ον (ὅρκος), αυτός που ορκίζεται ψευδώς, επίορκος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ψευδόρκιος: нарушивший клятву: ψευδόρκιοι γενόμενοι Her. нарушив данную клятву.