ἀγακλειτός: Difference between revisions

From LSJ

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγακλειτός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> = το προηγ., σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, ἀγακλειτὴ [[ἑκατόμβη]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀγακλειτός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> = το προηγ., σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, ἀγακλειτὴ [[ἑκατόμβη]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγακλειτός:''' <b class="num">1)</b> Hom., Hes. = [[ἀγακλεής]];<br /><b class="num">2)</b> великолепный ([[ἑκατόμβη]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> невиданный, неслыханный ([[πάθος]], sc. Ἡρακλέους Soph.).
}}
}}

Revision as of 15:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγακλειτός Medium diacritics: ἀγακλειτός Low diacritics: αγακλειτός Capitals: ΑΓΑΚΛΕΙΤΟΣ
Transliteration A: agakleitós Transliteration B: agakleitos Transliteration C: agakleitos Beta Code: a)gakleito/s

English (LSJ)

ή, όν, = foreg., of men, Il.2.564, Hes.Th.1016, etc.    2 of things, ἀ. ἑκατόμβη Od.3.59; πάθος S.Tr.854 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 7] ή, όν, dasselbe p. (ἕνδοξος), Hom. Beiw. von Helden, auch ἐπίκουροι Il. 12, 161, πυλαωροί 21, 536, Γαλάτεια Iliad. 18, 45, βασίλεια Odyss. 17, 376. 468. 18, 351. 21, 275, ἑκατόμβη Od. 3, 59. 7, 262; – Hes. Τυρσηνοί Theog. 1015; Soph. πάθος Ἡρακλέους Tr. 852, ch.; öfter bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγακλειτός: -ή, -όν, = τῷ προηγ. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθ. ἀνθρώπων· = ἔνδοξος. (Ἰλ. Μ, 101. ― ἐπίκουροι, Φ. 530· πυλαωροί, Ὀδ. Ρ. 370· βασίλεια (Πηνελόπη), Γαλάτεια, Ἰλ. Σ. 45. Τυρσηνοὶί, Ἡσ. Θεογ. 1015). 2) ἐπὶ πραγμάτων· ἀγακλειτὴ ἑκατόμβη, Ὀδ. Γ. 59· ἀγ. πάθος Ἡρακλέους, Σοφ. Τρ. 854 (ἐν λυρ.) πρβλ. ἀγακλυτός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 très illustre;
2 magnifique (hécatombe) ; en mauv. part extraordinaire.
Étymologie: ἄγαν, κλειτός.

English (Autenrieth)

highly renowned, famous, epith. of men, of a Nereid, Il. 18.45, and of hecatombs.

Spanish (DGE)

-ή, -όν

• Prosodia: [ᾰ-]
1 renombrado, muy famoso, preclaro, glorioso de dioses y héroes Καπανεύς Il.2.564, Θρασύμηλος Il.16.463, Μίνως Hes.Fr.204.57, cf. Fr.33(a)20, Χείρων AP 14.68
de pueblos y colectividades Τυρσηνοί ἀγακλειτοῖσι Hes.Th.1016, ἐπικούρων Il.12.101, πυλαωροί Il.21.530, ἄνδρας ἀγακλειτούς γείνατο Κεκροπίη IG 22.3669.9, Νέπως IG 22.8918 (ambas III d.C.), ἱερῆες Gr.Naz.M.37.1493
de mujeres o ninfas, frec. al ser pretendidas como esposas μνηστῆρες ἀγακλειτῆς βασιλείης Od.17.370, 468, 18.351, 21.275, cf. Orph.A.1319, Γαλάτεια Il.18.45, Εὐρυφάεσσα h.Hom.31.4, Μιδείη Chersias 1, Νύμφαι B.13.90.
2 de cosas renombrado, memorable ἑκατόμβη Od.3.59, 7.202, πάθος S.Tr.854.

Greek Monotonic

ἀγακλειτός: -ή, -όν,
1. = το προηγ., σε Όμηρ. κ.λπ.
2. λέγεται για πράγματα, ἀγακλειτὴ ἑκατόμβη, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγακλειτός: 1) Hom., Hes. = ἀγακλεής;
2) великолепный (ἑκατόμβη Hom.);
3) невиданный, неслыханный (πάθος, sc. Ἡρακλέους Soph.).