ἄθετος: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄθετος:''' -ον ([[τίθημι]]), αυτός που έχει τοποθετηθεί κατά [[μέρος]], στην [[άκρη]]· επίρρ. <i>-τως = ἀθέσμως</i>, [[παράνομα]], δεσποτικά, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἄθετος:''' -ον ([[τίθημι]]), αυτός που έχει τοποθετηθεί κατά [[μέρος]], στην [[άκρη]]· επίρρ. <i>-τως = ἀθέσμως</i>, [[παράνομα]], δεσποτικά, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄθετος:''' <b class="num">1)</b> не имеющий положения (в пространстве): ἡ μὲν ἄ. [[μονάς]], ἡ δὲ θετὸς [[στιγμή]] Arst. единица положения не имеет, точка же имеет;<br /><b class="num">2)</b> неуместный: οὐκ ἄ. Polyb. вполне уместный, своевременный;<br /><b class="num">3)</b> неподходящий, непригодный (πρός τι Diod.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (τίθημι)
A without position or place, μονὰς οὐσία ἄ., στιγμὴ δὲ οὐσία θετός Arist.AP0.87a36, cf. Metaph.1016b25, 1084b27, Dam.Pr.22. 2 not in its place, i.e. lying about, πλίνθος, λίθος, IG1.322i10,22. 3 not adopted, Posidipp.39, Anon.Rhythm.Oxy.9iv16. II wasted, useless, χρόνος Plb.18.9.10; unfit, to be rejected, πρός τι D.S.11.15: c. dat., ῥευματισμοῖς, σπληνικοῖς, Dsc.1.128, 2.70.6; of persons, incompetent, PAmh.2.64.12 (ii A. D.). Adv. -τως, = ἀθέσμως, lawlessly, despotically, A.Pr.150 (lyr.); unsuitably, ἔχειν πρός τι Plu.2.715b, Philum.Ven.2.3.
German (Pape)
[Seite 46] 1) nicht gesetzt, dem θετός entgegengesetzt, Arist. Anal. post. 1, 23; = ἀποίητος, Posidipn. B. A. 350. – 2) zu verwerfen, Polyb. 17, 9, 10. Dah. ungeeignet, unpassend, πρός τι Diod. S. 11, 15; ebenso ἀθέτως ἔχειν πρός τι Plut. Symp. 7, 10, 2. – Bei Aesch. Pr. 150 ἀθέτως κρατὐνει Ζεύς, ungesetzlich.
Greek (Liddell-Scott)
ἄθετος: -ον, (τίθημι) ἄνευ θέσεως ἢ τόπου· οὕτω καλεῖται ἡ μονὰς κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν στιγμήν, ἥτις εἶνε θετή, Ἀριστ. Μεταφ. 4. 6, 25· ἡ μονὰς στιγμὴ ἄθ. ἐστι, αὐτόθι 12. 8. 27· πρβλ. Ἀναλ. Ὕστ. 1. 27. 2) ὁ μὴ ἐν τῇ οἰκείᾳ θέσει εὑρισκόμενος· πλίνθος, λίθος, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1. 10, 22. ΙΙ. ὁ κατὰ μέρος τεθείς, ἀσθενής, Πολύβ. 17. 9. 10· ἐντεῦθεν: ἄχρηστος, ἀκατάλληλος, Διόδ. 11. 15: - Ἐπιρρ. -τως = ἀθέσμως, παρανόμως, δεσποτικῶς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 150.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans place, sans position;
2 qu’on met de côté, invalide ; impropre, τινι, πρός τι à qch.
Étymologie: ἀ, τίθημι.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no tiene o no ocupa lugar μονάς Arist.Metaph.1016b25, 1084b27, APo.87a36, Dam.Pr.22.
2 fuera de sitio, sin colocar πλίνθος IG 13.474.10, cf. 23 (V a.C.)
•inadecuado τόπος ἄ. πρὸς ναυμαχίαν D.S.11.15, cf. Plb.18.9.10
•medic. inadecuado, que no sienta bien c. dat. ῥευματισμοῖς Dsc.1.128, σπληνικοῖς Dsc.2.70.6, abs. ὁ δ' ἀρχομένης τῆς καθάρσεως καιρὸς ἄθετος el comienzo de la menstruación no es el momento apropiado (para copular con vistas a la concepción), Sor.26.2
•de pers. incompetente, PAmh.64.12 (II d.C.).
II 1no hecho Posidipp.40.
2 no intentado, no probado ἀθέτους ἐατέον τὰς τοιαύτας χρήσεις no deben intentarse tales usos (métricos), Aristox.Rhyth.Ox.4.16.
III adv. -ως
1 contra toda ley, tiránicamente Ζεὺς ἀ. κρατύνει A.Pr.150.
2 inadecuadamente πρὸς πολιτικὴν σκέψιν ἀ. ἔχειν διὰ τὸν οἶνον Plu.2.715b, cf. Philum.Ven.2.3.
Greek Monotonic
ἄθετος: -ον (τίθημι), αυτός που έχει τοποθετηθεί κατά μέρος, στην άκρη· επίρρ. -τως = ἀθέσμως, παράνομα, δεσποτικά, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἄθετος: 1) не имеющий положения (в пространстве): ἡ μὲν ἄ. μονάς, ἡ δὲ θετὸς στιγμή Arst. единица положения не имеет, точка же имеет;
2) неуместный: οὐκ ἄ. Polyb. вполне уместный, своевременный;
3) неподходящий, непригодный (πρός τι Diod.).