ἀλλοτριοεπίσκοπος: Difference between revisions

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλλοτριοεπίσκοπος:''' ὁ, αυτός που περιεργάζεται, επισκοπεί τις υποθέσεις κάποιου άλλου, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἀλλοτριοεπίσκοπος:''' ὁ, αυτός που περιεργάζεται, επισκοπεί τις υποθέσεις κάποιου άλλου, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλλοτριοεπίσκοπος:''' посягающий на чужое NT.
}}
}}

Revision as of 16:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλοτριοεπίσκοπος Medium diacritics: ἀλλοτριοεπίσκοπος Low diacritics: αλλοτριοεπίσκοπος Capitals: ΑΛΛΟΤΡΙΟΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: allotrioepískopos Transliteration B: allotrioepiskopos Transliteration C: allotrioepiskopos Beta Code: a)llotrioepi/skopos

English (LSJ)

ὁ,

   A busybody in other men's matters, 1 Ep.Pet. 4.15.

German (Pape)

[Seite 106] N. T., nach fremdem Gute trachtend.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλοτριοεπίσκοπος: ὁ, ὁ περιεργαζόμενος, ἐπισκοπῶν τὰ ἀλλότρια, Ἐπιστ. πρὸς Πέτρ. Αϳ, δϳ, 15, Διον. Ἀρ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui examine les affaires d’autrui, indiscret.
Étymologie: ἀλλότριος, ἐπίσκοπέω.

Spanish (DGE)

-ον

• Grafía: graf. ἀλλοτριε- 1Ep.Petr.4.15
entrometido, intrigante, ἐκκήρυκτος τῇ θεολογίᾳ πᾶς ὁ ἀ. Dion.Ar.Ep.M.3.1089C, cf. Epiph.Const.Anc.12.

English (Thayer)

(L T Tr WH ἀλλοτριεπ.), ὁ (ἀλλότριος and ἐπίσκοπος), "one who takes the supervision of affairs pertaining to others and in no wise to himself (a meddler in other men's matters)": delator.) The word is found again only in Dionysius, Areop. Ephesians 8, p. 783 (of one who intrudes into another's office), and (German of Const. Ephesians 2ad Cypr. c. 9, in) Coteler. Eccl. Graec. Mon. 2:481b.; (cf. Winer's Grammar, 25,99 (94)).

Greek Monotonic

ἀλλοτριοεπίσκοπος: ὁ, αυτός που περιεργάζεται, επισκοπεί τις υποθέσεις κάποιου άλλου, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀλλοτριοεπίσκοπος: посягающий на чужое NT.