ἀλεξίμορος: Difference between revisions
Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀλεξίμορος:''' -ον, αυτός που απωθεί τον θάνατο, σε Σοφ. | |lsmtext='''ἀλεξίμορος:''' -ον, αυτός που απωθεί τον θάνατο, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀλεξίμορος:''' отвращающий смерть: τρισσοὶ ἀλεξιμοροι (sc. θεοί) Soph. три бога, хранящие от (безвременной) смерти, т. е. Аполлон, Артемида и Афина. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A warding off death, τρισσοὶ ἀ., i. e. Apollo, Artemis, Athena, S.OT 164.
German (Pape)
[Seite 93] Tod abwehrend, Soph. O. R. 163, τρισσοὶ θεοί, Diana, Apollo, Minerva; auch Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλεξίμορος: -ον, ὁ ἀπωθῶν τὸν θάνατον, τρισσοὶ ἀλ., ὅ ἐ. Ἀπόλλων, Ἄρτεμις, Ἀθηνᾶ, Σοφ. Ο. Τ. 164.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui écarte la mort.
Étymologie: ἀλέξω, μόρος.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰλεξῐ-]
que salva de la muerte τρισσοὶ ἀλεξίμοροι (Atenea, Ártemis, Apolo), S.OT 164, ὄφρα φύγῃς σέο πότμον ἀλεξιμόρων ἐπὶ δίφρων Nonn.D.32.217, ἀ. βασιλεύς de Cristo, Nonn.Par.Eu.Io.12.11.
Greek Monolingual
ἀλεξίμορος, -ον (Α)
αυτός που απομακρύνει τον θάνατο ή τη συμφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεξι- (< ἀλέξω + μόρος «θάνατος, όλεθρος»].
Greek Monotonic
ἀλεξίμορος: -ον, αυτός που απωθεί τον θάνατο, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλεξίμορος: отвращающий смерть: τρισσοὶ ἀλεξιμοροι (sc. θεοί) Soph. три бога, хранящие от (безвременной) смерти, т. е. Аполлон, Артемида и Афина.