ἁλιαής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁλιᾱής:''' -ές ([[ἄημι]]), αυτός που πνέει προς την [[θάλασσα]], προς το [[πέλαγος]] ή μέσω της θάλασσας, διαμέσω του πελάγους, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἁλιᾱής:''' -ές ([[ἄημι]]), αυτός που πνέει προς την [[θάλασσα]], προς το [[πέλαγος]] ή μέσω της θάλασσας, διαμέσω του πελάγους, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁλιᾱής:''' (ᾰλ) дующий в море, т. е. благоприятный, попутный (οὖροι Hom.).
}}
}}

Revision as of 16:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλιᾱής Medium diacritics: ἁλιαής Low diacritics: αλιαής Capitals: ΑΛΙΑΗΣ
Transliteration A: haliaḗs Transliteration B: haliaēs Transliteration C: aliais Beta Code: a(liah/s

English (LSJ)

ές, (ἄημι)

   A blowing seaward, Od. 4.361.

German (Pape)

[Seite 95] auf dem Meere wehend, Hom. einmal, Od. 4, 361 οὖροι ἁλιαέες.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιᾱής: -ές, (ἄημι) ὁ πνέων πρὸς τὴν θάλασσαν ἢ διὰ θαλάσσης, μόνον ἐν Ὀδ. Δ. 361· πρβλ. Nitzsch. ἐν τόπῳ, «ἁλιαέες», ἄνεμοι οἱ διὰ θαλάσσης πνέοντες», Ἡσυχ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui souffle sur la mer.
Étymologie: ἅλς¹, ἄημι.

Spanish (DGE)

(ἁλῐᾱής) -ές

• Prosodia: [ᾰ-]
que sopla hacia o por el mar οὖροι Od.4.361, cf. Apollon.Lex.255.

Greek Monolingual

ἁλιαής, -ὲς (Α)
άνεμος που πνέει προς τη θάλασσα ή πάνω από τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -αὴς (< πιθ. ἄος) < ἄημι «πνέω δυνατά, φυσώ»].

Greek Monotonic

ἁλιᾱής: -ές (ἄημι), αυτός που πνέει προς την θάλασσα, προς το πέλαγος ή μέσω της θάλασσας, διαμέσω του πελάγους, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἁλιᾱής: (ᾰλ) дующий в море, т. е. благоприятный, попутный (οὖροι Hom.).