ἀνάβλεμμα: Difference between revisions

From LSJ

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
(3)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἀνάβλεμμα]])<br />κοίταγμα, [[βλέμμα]] [[προς]] τα [[επάνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απλώς]] κοίταγμα, [[βλέμμα]], [[ματιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αναβλέπω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> (<b>μσν. νεοελλ.</b>) [[αναβλεμματίζω]]].
|mltxt=το (Α [[ἀνάβλεμμα]])<br />κοίταγμα, [[βλέμμα]] [[προς]] τα [[επάνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απλώς]] κοίταγμα, [[βλέμμα]], [[ματιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αναβλέπω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> (<b>μσν. νεοελλ.</b>) [[αναβλεμματίζω]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνάβλεμμα:''' ατος τό взглядывание наверх или назад (ἀναβλέμματα καὶ ἐμβλέμματα Xen.).
}}
}}

Revision as of 16:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάβλεμμα Medium diacritics: ἀνάβλεμμα Low diacritics: ανάβλεμμα Capitals: ΑΝΑΒΛΕΜΜΑ
Transliteration A: anáblemma Transliteration B: anablemma Transliteration C: anavlemma Beta Code: a)na/blemma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A looking up, of dogs, X.Cyn.4.4, Poll.2.56.

German (Pape)

[Seite 181] τό, das Aufblicken, Xen. Cyn. 4, 4, das Zurückblicken der Hunde auf ihre Herren.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάβλεμμα: -ατος, τό, βλέπειν πρὸς τὰ ὀπίσω ἢ πρὸς τὰ ἄνω, ἐπὶ τῶν κυνῶν, ὅταν στρέφωσι τὴν κεφαλήν των καὶ βλέπωσιν ἐπάνω πρὸς τὸν κύριόν των, Ξεν. Κυν. 4, 4, Πολυδ. 2. 56.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
mirada hacia arribade perros, X.Cyn.4.4, Poll.2.56.

Greek Monolingual

το (Α ἀνάβλεμμα)
κοίταγμα, βλέμμα προς τα επάνω
νεοελλ.
απλώς κοίταγμα, βλέμμα, ματιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναβλέπω.
ΠΑΡ. (μσν. νεοελλ.) αναβλεμματίζω].

Russian (Dvoretsky)

ἀνάβλεμμα: ατος τό взглядывание наверх или назад (ἀναβλέμματα καὶ ἐμβλέμματα Xen.).