ἀνακαινόω: Difference between revisions
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνακαινόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[ανανεώνω]], [[αποκαθιστώ]] — Παθ., ανανεώνομαι, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ἀνακαινόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[ανανεώνω]], [[αποκαθιστώ]] — Παθ., ανανεώνομαι, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνακαινόω:''' NT = [[ἀνακαινουργέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:20, 31 December 2018
English (LSJ)
in Pass.,
A to be renewed, 2 Ep.Cor.4.16, Col.3.10:—in Med., renew, Heliod.in EN221.13.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
renouveler, restaurer NT.
Étymologie: ἀνά, καινόω.
Spanish (DGE)
1 renovar τὰ πράγματα Origenes Cels.4.20
•en v. pas. Κωνσταντῖνος Χριστοῦ μυστηρίοις ἀναγεννώμενος ἐτελειοῦτο ... ἀνεκαινοῦτό τε Eus.VC 4.62
•tb. en v. med. τὴν δύναμιν Heliod.in EN 221.13.
2 v. med. renovarse ἀλλ' ὁ ἔσω (ἄνθρωπος) ἡμῶν ἀνακαινοῦται ἡμέρᾳ καὶ ἡμέρᾳ 2Ep.Cor.4.16, cf. Ep.Col.3.10.
English (Strong)
from ἀνά and a derivative of καινός; to renovate: renew.
English (Thayer)
(ῶ: (present passive ἀνακαινοῦμαι); a word peculiar to the apostle Paul; properly, "to cause to grow up (ἀνά) new, to make new"; passive, new strength and vigor is given to me, Winer s De verb. comp. Part iii., p. 10 (or Meyer on Colossians , the passage cited; Test. xii. Patr., test. Levi 16,17ἀνακαινοποιέω. Cf. Köstlin in Herzog edition 2,1:477f.)
Greek Monotonic
ἀνακαινόω: μέλ. -ώσω, ανανεώνω, αποκαθιστώ — Παθ., ανανεώνομαι, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἀνακαινόω: NT = ἀνακαινουργέω.