ἀναστομόω: Difference between revisions

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναστομόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[ανοίγω]], κάνω [[άνοιγμα]] σε, <i>ἀν. τάφρον</i>, [[καθαρίζω]] μια τάφρο, σε Ξεν. — Μέσ., φάρυγος ἀναστόμου τὸ [[χεῖλος]], άνοιξαν τα χείλια του φάρυγγά [[σου]] διάπλατα, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀναστομόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[ανοίγω]], κάνω [[άνοιγμα]] σε, <i>ἀν. τάφρον</i>, [[καθαρίζω]] μια τάφρο, σε Ξεν. — Μέσ., φάρυγος ἀναστόμου τὸ [[χεῖλος]], άνοιξαν τα χείλια του φάρυγγά [[σου]] διάπλατα, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναστομόω:''' <b class="num">1)</b> досл. снабжать устьем, перен. делать сквозным, прорывать насквозь (τάφρον πρὸς τὸν ποταμόν Xen.; τὰς διώρυχας Polyb.; τοὺς πόρους Plut.): ἀναστομωθέντα ἀγγεῖα Sext. сообщающиеся сосуды;<br /><b class="num">2)</b> med. широко открывать, разевать (φάρυγγος τὸ [[χεῖλος]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> pass. открываться, иметь выход (Ὠκεανὸς κατὰ στενοπόρους αὐχένας ἀνεστομωμένος Arst.; [[κόλπος]] ἀνεστόμωται εἰς τὸν Ὠκεανόν Diod.).
}}
}}

Revision as of 16:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναστομόω Medium diacritics: ἀναστομόω Low diacritics: αναστομόω Capitals: ΑΝΑΣΤΟΜΟΩ
Transliteration A: anastomóō Transliteration B: anastomoō Transliteration C: anastomoo Beta Code: a)nastomo/w

English (LSJ)

   A furnish with a mouth, open up; τάφρον clear out a trench, X.Cyr.7.5.15; τὰς Νείλου διώρυγας Plb.5.62.4, cf. S.E.M.5.59; ταῦτα τῶν ἡδυσμάτων ἀ. τᾀσθητήρια Diph.18.6: ἀ. μήτραν Dsc.1.19:—Med., φάρυγος ἀναστόμου τὸ χεῖλος open your gullet wide, E. Cyc.357:—Pass., τραυλὴ μέν ἐστιν, ἀλλ' ἀνεστομωμένη with mouth wide-opened, loud-talking, Call.Com.19; also, to be opened, dilated, ἀ. οἱ πόροι Arist.HA581b19, GA751a2; ἰχῶρες ἀναστομωθείσης τῆς σαρκὸς ἐξέρρεον Memn.2.    2 of one sea opening into another, κατὰ στενοπόρους αὐχένας ἀνεστομωμένος Arist.Mu.303a22; ὁ Ἀράβιος κόλπος ἀνεστόμωται εἰς τὸν . . Ὠκεανόν D.S.3.38, cf. Ph.2.475, Hld.1.29.

German (Pape)

[Seite 209] 1) die Mündung öffnen, τάφρους, die Schleusen (πρὸς τὸν ποταμόν) öffnen (schwerlich durch Durchgrabung des Erdreichs zwischen dem Kanal u. dem Flusse ersterem Abfluß verschaffen), Xen. Cyr. 7, 5, 15; vgl. Pol. 5, 62 τὰς διώρυγας τοῦ Νείλου; Poll. 2, 102; übh. eröffnen, erweitern, Arist., der es aber Mund. 3, 8 vom ὠκεανός braucht, κατὰ στενοπόρους ἀνεστομωμένος, entgegengesetzt πλατυνόμενος, also in eine Mündung zusammengeengt; in eigtl. Btdg, Eur. χεῖλος φάρυγγος ἀναστόμου Cycl. 357; Pass., sich ergießen, von Flüssen, D. Sic. 3, 38. – 2) spitzen, schärfen; dah. reizen, ἡδύσματα ἀναστομοῖ τὰ αἰσθητήρια, Eßlust erregen, Diphil. bei Ath. IV, 133 e; τραυλὴ μέν ἐστι ἀλλ' ἀνεστομωμένη Call. com. Poll. 2, 102, scharf.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναστομόω: ἀνοίγω, κάμνω ἄνοιγμα εἰς, ἀναστομοῦν τὰς τάφρους [πρὸς τὸν ποταμὸν] Ξεν. Κύρ. 7. 5, 15· ἀν. τὰς Νείλου διώρυγας Πολύβ. 5. 62, 4, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 59· ἀν. τὸ ἡρῷον, ἀνοίγω αὐτό, Συλλ. Ἐπιγρ. 916: ‒ Μέσ., φάρυγος... ἀναστόμου τὸ χεῖλος, ἄνοιξον καλῶς τὴν φάρυγγά σου, Εὐρ. Κύκλ. 357: ‒ Παθ., τραυλὴ μέν ἐστιν, ἀλλ᾿ ἀνεστομωμένη, ἔχουσα στόμα εὐρέως ἀνοικτόν, πολλὰ καὶ μεγαλοφώνως ὁμιλοῦσα (πρβλ. στόμωσις), Καλλίας Ἄδηλ. 3. 2) Παθ., ὡσαύτως ἀνοίγομαι, διαστέλλομαι, ἀν. οἱ πόροι Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 1, 9, π. Γεν. Ζ. 3. 1, 24· ὑστέρα ἀν. Ἱστ. Ζ. 10. 2, 6. 3) ἐπὶ τοῦ ὠκεανοῦ, ἀποτελῶ πορθμόν, πῇ μὲν κατὰ στενοπόρους αὐχένας ἀνεστομωμένος Ἀριστ. π. Κόσμ. 3. 8· ὁ Ἀράβιος κόλπος ἀνεστόμωται εἰς τὸν... ὠκεανόν, στενεύει, ἀποτελεῖ πορθμὸν εἰς τὸ μέρος ἔνθα συγκοινωνεῖ μετὰ τοῦ ὠκεανοῦ, Διόδ. 3. 38, πρβλ. Φίλωνα 2. 475, Ἡλιόδ. 1. 29, καὶ ἴδε συστομόομαι. ΙΙ. μεταφ., ὀξύνω, ἀκονίζω τὴν ὄρεξιν, ταῦτα τῶν ἡδυσμάτων ἀναστομεῖ τᾀσθητήρια Δίφιλ. ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
munir d’une embouchure, donner une ouverture à : τάφρον XÉN à un fossé.
Étymologie: ἀνά, στομόω.

Spanish (DGE)

A tr. en v. act.
I 1c. ac. de resultado abrir εὐρείας φάρυγγος ... ἀναστόμου τὸ χεῖλος E.Cyc.357, τάφρους X.Cyr.7.5.15, τὰς διωρυχάς Plb.5.62.4, cf. S.E.M.5.59
de conductos orgánicos abrir, dilatar μήτρην Hp.Mul.1.75, Steril.221, Dsc.1.19, ὀχετοὺς καὶ πόρους Plu.2.495d
abs. abrir un orificio, abrir καὶ τὴν μήλην καθιέναι καὶ ἀναστομοῦν y poner la sonda y abrir el orificio Hp.Nat.Mul.39, cf. Mul.1.11, 13, en v. med. mismo sent., Hp.Nat.Mul.37, fig. del apetito ταῦτα ... ἀναστομοῖ ... ταἰσθητήρια Diph.18.6.
2 c. ac. externo perforar, agujerear τοῦτο τὸ ἡρῷον ICr.2.16.28 (Lapa, imper.), en v. pas. ἀναστομωθέντος τοῦ ἀγγείου Hero Spir.1 (p.16.5), cf. 1.13, Ph.2.114, ἐὰν οὖν ἀνεστομωμένον ᾖ τὸ ΚΛ σωληνάριον si está abierto el tubito KL Hero Spir.1.19.
II echar atrás la boca, frenar fig. πρὸς σωτηρίαν τῶν λαῶν Clem.Al.Paed.1.9.78, cf. Gr.Nyss.M.46.12A.
III abrir de nuevo πηγὴν ... συγκεχωσμένην Gr.Naz.M.36.265C.
B intr. en v. med.-pas.
1 en perf. estar boquiabierto por bobería τραυλὴ μέν ἐστιν, ἀλλ' ἀνεστομωμένη Call.Com.19
en aor. quedar chasqueado τοσαῦτα ἀναστομωθείς τῆς ἐλπίδος ταύτης Greg.Disp.M.86.721B.
2 abrirse, dilatarse de la matriz, Hp.Nat.Mul.94, Mul.1.13, οἱ πόροι Arist.HA 581b19, ἰχῶρες ἀναστομωθείσης τῆς σαρκὸς ἐξέρρεον Memn.2.4.
3 de líquidos buscar una salida, brotar ἀνεστομώθη τὸ ὕδωρ Gr.Nyss.M.46.809D, cf. Ep.17.28, de un río subterráneo, Procop.Gaz.M.87.160A
en perf. de un mar estar abierto a otro, comunicar por un estrecho κατὰ στενοπόρους αὐχένας ἀνεστομωμένος Arist.Mu.393a23, ὁ ... Ἀράβιος κόλπος ἀνεστόμωται ... εἰς τὸν ... ὠκεανόν D.S.3.38, cf. Ph.2.475
desembocar πρὸς μίαν εὐρυχωρίαν Hld.1.29.2.

Greek Monotonic

ἀναστομόω: μέλ. -ώσω, ανοίγω, κάνω άνοιγμα σε, ἀν. τάφρον, καθαρίζω μια τάφρο, σε Ξεν. — Μέσ., φάρυγος ἀναστόμου τὸ χεῖλος, άνοιξαν τα χείλια του φάρυγγά σου διάπλατα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναστομόω: 1) досл. снабжать устьем, перен. делать сквозным, прорывать насквозь (τάφρον πρὸς τὸν ποταμόν Xen.; τὰς διώρυχας Polyb.; τοὺς πόρους Plut.): ἀναστομωθέντα ἀγγεῖα Sext. сообщающиеся сосуды;
2) med. широко открывать, разевать (φάρυγγος τὸ χεῖλος Eur.);
3) pass. открываться, иметь выход (Ὠκεανὸς κατὰ στενοπόρους αὐχένας ἀνεστομωμένος Arst.; κόλπος ἀνεστόμωται εἰς τὸν Ὠκεανόν Diod.).