ἀπανθρωπία: Difference between revisions
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
(5) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α ἀπανθρωπιά)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[έλλειψη]] αγαθών ανθρώπινων συναισθημάτων, [[σκληρότητα]], [[αγριότητα]]<br />||| <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντιπάθεια]], [[αποστροφή]] για τους ανθρώπους<br /><b>2.</b> [[αποφυγή]] συναναστροφής, [[έλλειψη]] κοινωνικότητας. | |mltxt=η (Α ἀπανθρωπιά)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[έλλειψη]] αγαθών ανθρώπινων συναισθημάτων, [[σκληρότητα]], [[αγριότητα]]<br />||| <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντιπάθεια]], [[αποστροφή]] για τους ανθρώπους<br /><b>2.</b> [[αποφυγή]] συναναστροφής, [[έλλειψη]] κοινωνικότητας. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπανθρωπία:''' ἡ отвращение к людям Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:48, 31 December 2018
English (LSJ)
(ἀπανθρωπ-εία Poll.8.14), ἡ,
A dislike of men, Luc. Tim.44. 2 unfitness for social intercourse, J.BJ2.17.3. II unsociability, moroseness, Hp.Coac.472 (pl.); inhumanity, POxy.298.52 (i A.D.), J.AJ17.11.2.
German (Pape)
[Seite 278] ἡ, Menschenscheu, Luc. Tim. 44; vgl. Nigr. 21, wo es das sich verächtlich von anderen Menschen Abwenden ist; Härte, Hippocr. – Einöde, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπανθρωπία: ἡ, μισανθρωπία, ἡ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ἀποστροφή, Λουκ. Τίμ. 44. ΙΙ. ἔλλειψις ἀνθρωπίνων αἰσθημάτων, σκληρότης, «ἀπανθρωπία», Ἱππ. Κωακ. Προγν. 194: ἀπανθρωπεία παρὰ Πολυδ. Η΄, 14· ἀλλ’ -ία ἐν Β΄ 5., Γ΄, 64., Δ΄, 14.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
misanthropie, caractère asocial, inhumanité.
Étymologie: ἀπάνθρωπος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -εια Poll.8.14
1 carencia de humanidad, crueldad, POxy.298.52 (I d.C.), I.AI 17.309, Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1344A.
2 insociabilidad Hp.Coac.472
•incapacidad para el trato social I.BI 2.415
•misantropía Luc.Tim.44, Corp.Herm.Fr.26.7.
Greek Monolingual
η (Α ἀπανθρωπιά)
νεοελλ.
έλλειψη αγαθών ανθρώπινων συναισθημάτων, σκληρότητα, αγριότητα
Russian (Dvoretsky)
ἀπανθρωπία: ἡ отвращение к людям Luc.