ἀπαλλοτρίωσις: Difference between revisions
Μέλλοντα ταῦτα. Τῶν προκειμένων τι χρὴ πράσσειν· μέλει γὰρ τῶνδ' ὅτοισι χρὴ μέλειν → Tomorrow is tomorrow. Future cares have future cures, and we must mind today.
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπαλλοτρίωσις:''' -εως, ἡ, [[αποξένωση]], [[πώληση]], [[παραχώρηση]] προς [[πώληση]], σε Αριστ. | |lsmtext='''ἀπαλλοτρίωσις:''' -εως, ἡ, [[αποξένωση]], [[πώληση]], [[παραχώρηση]] προς [[πώληση]], σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπαλλοτρίωσις:''' εως ἡ отчуждение, передача (другому) Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:52, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A alienation, λέγω ἀπαλλοτρίωσιν δόσιν καὶ πρᾶσιν Arist.Rh.1361a22, cf. CIG3281 (Smyrna). 2 estrangement, γονέων Vett. Val.2.37 (pl.); φιλτάτων Gal.19.181.
German (Pape)
[Seite 277] ἡ, die Veräußerung, Arist. rhet. 1, 5 erkl. δόσις καὶ πρᾶσις.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαλλοτρίωσις: ἡ, δόσις, πώλησις, λέγω δὲ ἀπαλλοτρίωσιν δόσιν καί πρᾶσιν Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 7, πρβλ. Συλλογ. Ἐπιγρ. 3281.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 aliénation (d’une propriété, d’un objet);
2 action de devenir étranger à, gén..
Étymologie: ἀπαλλοτριόω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 enajenación λέγω ἀπαλλοτρίωσιν δόσιν καὶ πρᾶσιν llamo enajenación a la donación y la venta Arist.Rh.1361a22.
2 separación γονέων Vett.Val.2.37, φιλτάτων Gal.19.181
•abominación τῆς πορνείας σου LXX Ie.13.27.
Greek Monotonic
ἀπαλλοτρίωσις: -εως, ἡ, αποξένωση, πώληση, παραχώρηση προς πώληση, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαλλοτρίωσις: εως ἡ отчуждение, передача (другому) Arst.