Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀσάμινθος: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσάμινθος:''' ἡ, [[μπανιέρα]], [[λουτήρας]], σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''ἀσάμινθος:''' ἡ, [[μπανιέρα]], [[λουτήρας]], σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσάμινθος:''' (ᾰσᾰ) ἡ бадья, ванна Hom.
}}
}}

Revision as of 17:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσάμινθος Medium diacritics: ἀσάμινθος Low diacritics: ασάμινθος Capitals: ΑΣΑΜΙΝΘΟΣ
Transliteration A: asáminthos Transliteration B: asaminthos Transliteration C: asaminthos Beta Code: a)sa/minqos

English (LSJ)

[ᾰσᾰ], ἡ,

   A bathing-tub, ἔς ῥ' ἀσάμινθον ἕσασα having made sit in it, Od.10.361; ἔκ ῥ' ἀ. βῆ 3.468; ἔς ῥ' ἀσαμίνθους βάντες ἐϋξέστας Il.10.576, al.; ἀργυρέας ἀ. Od.4.128: rare in Att., ἐξ ἀ. κύλικος λείβων from a cup as large as a bath, Cratin.234; later, Artem.1.56, PStrassb.29.37 (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 368] ἡ, Badewanne, Hom. Iliad. 10, 576 Od. 3, 468. 4, 48. 128. 8, 450. 456. 10, 361. 17, 87. 90. 23, 163. 24, 370; Soph. frg. 213; einzeln bei Sp.; – ein Becher, Cratin. Poll. 6, 98.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσάμινθος: ἡ, λουτήρ, ἔς ῥ’ ἀσάμινθον ἕσασα λό’ ἐκ τρίποδος μεγάλοιο, καθίσασα ἐντὸς τοῦ λουτῆρος ἐλούετο ἐκ... κτλ., Ὀδ. Κ. 361· ἔκ ῥ’ ἀσαμίνθου βῆ δέμας ἀθανάτοισιν ὁμοῖος Γ. 468· ἔς ῥ’ ἀσαμίνθους βάντες ἐϋξέστας λούσαντο Ἰλ. Κ. 576, κ. ἀλλ.· ἀργυρέας ἀσαμίνθους Ὀδ. Δ. 128· σπάνιον παρ’ Ἀττ., Κρατῖν. ἐν «Χείρωσιν» 13· «καὶ ἀσάμινθος δὲ ποτήριον ἂν εἴη, ὡς Ὅμηρός τε μηνύει Τηλεμάχου διδόντος Μενέλεῳ δύ’ ἀσαμίνθους, καὶ Κρατῖνος ἐν Χείρωσιν, «ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος λείβων» Πολυδ. Ϛ΄, 98, πρβλ. καὶ Ι΄, 64, ἴδε καὶ Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
baignoire.
Étymologie: -νθος : mot préhell.

English (Autenrieth)

bath-tub.

Spanish (DGE)

-ου, ἡ

• Prosodia: [-σᾰ-]
bañera, pila, Il.10.576, Od.3.468, 4.48, 128, ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος λείβων echando agua de una copa que es como una bañera Cratin.252, cf. Artem.1.56, Thdt.H.Rel.8.9
pila, pilón, PStras.555.11 (III d.C.). • DMic.: a-sa-mi-to.

• Etimología: Etim. dud. Prob. préstamo de una lengua oriental. Quizá rel. acad. nemsetu, namasitu ‘lavabo’; tb. se ha propuesto origen pelásgico, de la raíz de ἄκμων q.u.

Greek Monolingual

ἀσάμινθος, η (Α)
1. η λεκάνη για το λούσιμο του σώματος, ο λουτήρας
2. ως επίθ. «ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος» — από κύλικα μεγάλη σαν μπανιέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνειο αιγαιακής προελεύσεως, το οποίο εισήχθη στην Ελληνική μαζί με το αντικείμενο που δηλώνει η λ. Σ' αυτή την υπόθεση οδηγεί τόσο η σημασία της, όσο και το επίθημα -νθος, το οποίο χαρακτηρίζει πολλά κύρια ονόματα, κατά το πλείστον τόπων (πρβλ. Κόρινθος, Όλυνθος κ.ά, αλλά και προσηγορικά (πρβλ. λαβύρινθος, μήρινθος, πλίνθος κ.ά.), τα οποία θεωρούνται δάνεια προελληνικής προελεύσεως. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το σουμερ.-βαβυλ. asam «δοχείο από άργιλλο για νερό», ενώ όλες οι άλλες υποθέσεις δεν φαίνονται ικανοποιητικές. Η λ. ασάμινθος είναι ομηρική και δεν χρησιμοποιείται στην αττική διάλεκτο, όπου έχει αντικατασταθεί από τις λ. λουτήριον, μάκτρα κ.ά.].

Greek Monotonic

ἀσάμινθος: ἡ, μπανιέρα, λουτήρας, σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἀσάμινθος: (ᾰσᾰ) ἡ бадья, ванна Hom.