ἄσοφος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄσοφος:''' -ον, [[απερίσκεπτος]], [[ηλίθιος]], [[ανόητος]], σε Θέογν.
|lsmtext='''ἄσοφος:''' -ον, [[απερίσκεπτος]], [[ηλίθιος]], [[ανόητος]], σε Θέογν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄσοφος:''' неумный, бессмысленный Pind., Eur., Xen., Plut.
}}
}}

Revision as of 17:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσοφος Medium diacritics: ἄσοφος Low diacritics: άσοφος Capitals: ΑΣΟΦΟΣ
Transliteration A: ásophos Transliteration B: asophos Transliteration C: asofos Beta Code: a)/sofos

English (LSJ)

ον,

   A unwise, foolish, Thgn.370, Pi.O.3.45, Ep.Eph.5.15, Plu.2.330a: Comp., Them.Or.15.185a. Adv. -φως D.S.2.29, Lib. Decl.2.27.

German (Pape)

[Seite 372] unweise, dumm, Pind. Ol. 3, 48; γλώσσης ἐνοπαί Eur. El. 1302; Theogn. 370; Xen. Mem. 3, 9, 7 u. Sp., wie Plut.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sot, fou.
Étymologie: ἀ, σοφός.

English (Slater)

ᾰσοφος
   1 unwise τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις (O. 3.45)

Spanish (DGE)

-ον
1 en sent. despect. ignorante, necio, insensato μιμεῖσθαι δ' οὐδεὶς τῶν ἀσόφων δύναται Thgn.370, Φοίβου τ' ἄσοφοι γλώσσης ἐνοπαί E.El.1302, ἄσοφοι καὶ ἀκρατεῖς X.Mem.3.9.4, cf. Ep.Eph.5.15, Plu.2.330a, Philostr.VA 1.3, Poll.4.13
op. σοφός profano τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις Pi.O.3.45
inculto τὸ θέατρον ... οὐδ' ἀμουσότερόν τε καὶ ἀσοφώτερον Them.Or.15.185a.
2 adv. -ως insensatamente οὐκ ἀ. δὲ ποιοῦνται D.S.2.29, ὁ δὲ σοφώτατος κελεύεται νῦν ἀ. ἀποθανεῖν Lib.Decl.2.27.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and σοφός; unwise: fool.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄσοφος, -ον)
ο μωρός, ο ανόητος, ο επιπόλαιος
αρχ.
(για πράξη ή έκφραση) ο άστοχος, ο άκριτος.

Greek Monotonic

ἄσοφος: -ον, απερίσκεπτος, ηλίθιος, ανόητος, σε Θέογν.

Russian (Dvoretsky)

ἄσοφος: неумный, бессмысленный Pind., Eur., Xen., Plut.