ἀτέρμων: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀτέρμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, ([[τέρμα]]) αυτός που δεν έχει όρια· [[ἀτέρμων]] [[πέπλος]], αυτός που δεν έχει [[τέλος]], [[αναρίθμητος]], σε Αισχύλ.· <i>ἀτέρμονες αὐγαί</i>, οι πολυάριθμες ακτίνες του καθρέφτη, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀτέρμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, ([[τέρμα]]) αυτός που δεν έχει όρια· [[ἀτέρμων]] [[πέπλος]], αυτός που δεν έχει [[τέλος]], [[αναρίθμητος]], σε Αισχύλ.· <i>ἀτέρμονες αὐγαί</i>, οι πολυάριθμες ακτίνες του καθρέφτη, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀτέρμων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> бесконечный ([[αἰών]] Arst.): ἀ. [[πέπλος]] Aesch. наглухо зашитое платье;<br /><b class="num">2)</b> бесчисленный (ἐνόπτρων αὐγαί Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A without bound or end, αἰών Arist.Mu.401a16; ὕπνος Mosch.3.104; ἐνόπτρων ἀ. αὐγαί the mirror's countless rays, E.Hec.926; ἀ. πέπλος having no end or issue, inextricable, A.Eu.634.
German (Pape)
[Seite 385] ον (τέρμα), ohne Gränzen, ohne Ende, πέπλος Aesch. Eum. 604, ohne Ausgang; ἀτέρμονες αὐγαὶ χρυσέων ἐνόπτρων Eur. Hec. 903, nach Herm. außerordentlich glänzender, blendender Schein der Metallspiegel; Andere erkl. runde.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτέρμων: -ον, γεν. ονος, ἄνευ τέρματος ἢ τέλους, αἰὼν Ἀριστ. π. Κόσμ. 7· 2· ὕπνος Μόσχ. 3. 105· ἐνόπτρων ἀτέρμονες αὐγαί, αἱ ἀναρίθμητοι ἀκτῖνες τοῦ κατόπτρου, Εὐρ. Ἑκ. 926· ἀτ. πέπλος, ἄνευ ἄκρας, ἀδιέξοδος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 634 (πρβλ. ἄπειρος, ἀπέραντος).
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
1 sans terme, sans fin : ἀτέρμονες αὐγαὶ χρυσέων ἐνόπτρων EUR l’éclat des miroirs d’or aux rayonnements infinis, p.ê. l’éclat des miroirs d’or qui ne cessent de regarder celui qui les regarde;
2 sans issue, inextricable.
Étymologie: ἀ, τέρμα.
Spanish (DGE)
-ον
1 inextricable πέπλος A.Eu.634.
2 infinito χρυσέων ἐνόπτρων λεύσσουσ' ἀτέρμονας αὐγάς E.Hec.925
•ilimitado αἰών Arist.Mu.401a16, εὔδομες ... ἀ. ὕπνον Mosch.3.104, ἰχώρ Opp.C.2.278, γαῖα Nonn.D.17.284, cf. 7.191.
Greek Monolingual
-ον (Α ἀτέρμων, -ον) τέρμα
ο χωρίς τέρμα, ατέλειωτος («ατέρμονες συζητήσεις», «ἀτέρμων αἰών»)
νεοελλ.
1. υπερβολικά μεγάλος
2. ο χωρίς αρχή και τέλος, κυκλοτερής ή κινούμενος κυκλοτερώς
αρχ.
φρ.
1. «ἀτέρμων πέπλος» — πέπλος αδιέξοδος, ραμμένος στον λαιμό (Αισχ.)
2. «ἐνόπτρων ἀτέρμονες αὐγαί» — οι αναρίθμητες ακτίνες του καθρέφτη.
Greek Monotonic
ἀτέρμων: -ον, γεν. -ονος, (τέρμα) αυτός που δεν έχει όρια· ἀτέρμων πέπλος, αυτός που δεν έχει τέλος, αναρίθμητος, σε Αισχύλ.· ἀτέρμονες αὐγαί, οι πολυάριθμες ακτίνες του καθρέφτη, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀτέρμων: 2, gen. ονος
1) бесконечный (αἰών Arst.): ἀ. πέπλος Aesch. наглухо зашитое платье;
2) бесчисленный (ἐνόπτρων αὐγαί Eur.).