βάταλος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βάτᾰλος:''' ὁ ([[βάττος]]), σκωπτικό [[επώνυμο]], «[[παρατσούκλι]]» αποδιδόμενο στο Δημοσθένη, εξαιτίας του τραυλίσματός του και της αδυναμίας του να προφέρει το «ρ», σε Αισχίν.
|lsmtext='''βάτᾰλος:''' ὁ ([[βάττος]]), σκωπτικό [[επώνυμο]], «[[παρατσούκλι]]» αποδιδόμενο στο Δημοσθένη, εξαιτίας του τραυλίσματός του και της αδυναμίας του να προφέρει το «ρ», σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''βάταλος:''' ὁ v. l. = [[βάτταλος]].
}}
}}

Revision as of 17:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βάτᾰλος Medium diacritics: βάταλος Low diacritics: βάταλος Capitals: ΒΑΤΑΛΟΣ
Transliteration A: bátalos Transliteration B: batalos Transliteration C: vatalos Beta Code: ba/talos

English (LSJ)

[βᾱ], ὁ,

   A = πρωκτός, Eup.82; cf. βάτας, βατέω.    II stammerer (cf. βατταρίζω), a nickname given to Demosthenes, Aeschin. 2.99, cf. D.18.180. (Codd. vary between βάταλος and βάτταλος: Βάτταλος is pr. n. in Hedyl. ap. Ath.4.167d.)

German (Pape)

[Seite 438] ὁ (βατέω), ein Weichling, cinaedus, VLL.; Clem. Al.; Spottname des Demosthenes, Aesch. 1, 126. 2, 99 Dem. 18, 180 Plut. Dem. 4, was Einige auf das Stottern in seiner Jugend beziehen wollten; ursprünglich ein Eigenname eines Flötenspielers, B. A. 221; nach Harpocr. von Eupolis = πρωκτός gebraucht.

Greek (Liddell-Scott)

βάτᾰλος: ὁ, =πρωκτός, Εὔπολ. Βαπτ. 14· - ἐντεῦθεν ἐπὶ προσώπων = κίναιδος, pathicus, Κλήμ. Ἀλ. 266. ΙΙ. σκωπτικὸν ἐπώνυμον διδόμενον τῷ Δημοσθένει, ἔχον σχέσιν πρὸς τὸ ῥῆμα βαταρίζω, ἐπειδὴ ἐτραύλιζεν ὅτε ἦτο νέος καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ προφέρῃ το ρ, Αἰσχίν. 41.14, πρβλ. Δημ. 288.17. Τὰ χειρόγραφα ποικίλλουσι μεταξὺ τῆς γραφῆς βάταλος και βάτταλος·- τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ ὡς κύριον ὄνομα Βάτταλος, Ἡδύλ. παρ’Ἀθην. 176D.

French (Bailly abrégé)

v. βάτταλος.

Greek Monolingual

βάταλος και βάτταλος, ο (Α)
1. ο τραυλός
2. ο πρωκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης τ., άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. βάταλος με το βατώ (-έω) «ανέρχομαι, πηδώ» είναι αβέβαιη, ενώ η άποψη, κατά την οποία ο όρος βάταλος είναι δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης (πρβλ. αρχ. ινδ. bata- «αδύνατος άνθρωπος»), δεν είναι ικανοποιητική. Ο τ. βάτταλος, που μαρτυρείται στον Δημοσθένη, συνδέεται με το ρ. βατταρίζω «τραυλίζω», με σύγχυση της προφοράς των -λ- και -ρ-. Κατά τον Ησύχιο, η λ. βάταλος χρησιμοποιείται με μειωτική σημασία αντίθετα προς τον τ. βάτταλος, κατά τον Αισχίνη δε χρησιμοποιήθηκε ως παρατσούκλι για τον Δημοσθένη από την παιδική του ηλικία].

Greek Monotonic

βάτᾰλος: ὁ (βάττος), σκωπτικό επώνυμο, «παρατσούκλι» αποδιδόμενο στο Δημοσθένη, εξαιτίας του τραυλίσματός του και της αδυναμίας του να προφέρει το «ρ», σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

βάταλος: ὁ v. l. = βάτταλος.