βορός: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βορός:''' -ά, -όν (βι-βρώσκω), αυτός που καταβροχθίζει, [[αδηφάγος]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''βορός:''' -ά, -όν (βι-βρώσκω), αυτός που καταβροχθίζει, [[αδηφάγος]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''βορός:''' [[βιβρώσκω]] прожорливый Arph., Arst., Luc.
}}
}}

Revision as of 17:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βορός Medium diacritics: βορός Low diacritics: βορός Capitals: ΒΟΡΟΣ
Transliteration A: borós Transliteration B: boros Transliteration C: voros Beta Code: boro/s

English (LSJ)

(A), ά, όν, (βορά)

   A gluttonous, Ar.Pax 38, Arist.Phgn.810b18: Sup., Mnesith. ap. Orib.21.7.7, Luc.Tim.46. Adv. -ῶς Ath.5.186c.    II inducing appetite, Asclepiad. ap. Eust.1538.30.
βορός (B), οῦ, ὁ (for ϝορός),

   A juice of pressed grapes (Lacon.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 454] gefräßig, Ar. Pax 38; Luc. Tim. 46.

Greek (Liddell-Scott)

βορός: -ά, -όν, (βορὰ) καταβροχθίζων, ἀδηφάγος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 38, Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 10. ― Ἐπίρρ. -ῶς Ἀθήν. 186C.

French (Bailly abrégé)

1ά, όν :
vorace, glouton;
Sp. βορώτατος.
Étymologie: R. Βορ, dévorer ; v. βορά.

Spanish (DGE)

v. ὀρός.
-ά, -όν

• Alolema(s): βορρ- v.l. Hsch.
I 1voraz, glotón de anim., del gran escarabajo, Ar.Pax 38, βορωτάτη θηρίων de la ballena, Philostr.VA 2.14
de pers. βορὸς τῶν σιτίων Hp.Int.43, de un parásito, Posidipp.Epigr.16.1, Antip.Sid.3612P., Luc.Tim.46, característica de ciertas anatomías, Arist.Phgn.810b18, Mnesith.Ath.17.21
fig. βορὸν ὕλας ... ὕλαγμα el voraz ladrido de la materia Synes.Hymn.9.108.
2 estimulante del apetito del agua y del insomnio, Hp.Epid.6.4.18, Gal.17(2).190, 191, cf. Asclep. en Eust.1538.30.
II adv. -ῶς vorazmente Ath.186c.
-οῦ, ὁ corneja, Cyran.3.7.1.

Greek Monolingual

βορός, -ά, -όν (Α)
ο λαίμαργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βορός προήλθε πιθ. με απόσπαση από σύνθετα σε -βορος (πρβλ. δημοβόρος, βλ. και λ. βορά)].

Greek Monotonic

βορός: -ά, -όν (βι-βρώσκω), αυτός που καταβροχθίζει, αδηφάγος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

βορός: βιβρώσκω прожорливый Arph., Arst., Luc.