γόγγρος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(8) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[γόγγρος]])<br />[[τελεόστεος]] [[ιχθύς]], [[χέλι]] της θάλασσας, [[μουγγρί]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ρόζος]] στον φλοιό τών δέντρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για δάνεια [[λέξη]] μεσογειακής προελεύσεως μένει αναπόδεικτη. Πιθ. πρόκειται για δημώδη τ. που μπορεί να συσχετιστεί με τον τ. [[γογγύλος]]<br />ανάγεται σε υποθετικό <i>γογγρός</i> «[[στρογγυλός]]»]. | |mltxt=ο (AM [[γόγγρος]])<br />[[τελεόστεος]] [[ιχθύς]], [[χέλι]] της θάλασσας, [[μουγγρί]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ρόζος]] στον φλοιό τών δέντρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για δάνεια [[λέξη]] μεσογειακής προελεύσεως μένει αναπόδεικτη. Πιθ. πρόκειται για δημώδη τ. που μπορεί να συσχετιστεί με τον τ. [[γογγύλος]]<br />ανάγεται σε υποθετικό <i>γογγρός</i> «[[στρογγυλός]]»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γόγγρος:''' ὁ зоол. угорь Arst., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A conger-eel, Antiph.26.12, Alex.15.15, Arist.HA571a28, etc. II tubercular disease in olive-trees, Thphr.HP1.8.6.
German (Pape)
[Seite 500] ὁ, 1) ein Meeraal, conger, Arist. H. A. 8, 2. 13; Opp. H. 1, 521; öfter Ath. bes. VII, 288 c ff – 2) Knorren an Bäumen, Theophr. H. Pl. 1, 8, 6.
Greek (Liddell-Scott)
γόγγρος: ὁ, ἔγχελυς τῆς θαλάσσης, Λατ. conger, Ἄλεξ. Ἑπτ. 1, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 17, 6, κτλ.· ἐντεῦθεν ὑποκορ. γογγρίον, τό Σχόλ. Ὀππ. IΙ. ἔκφυσίς τις τῶν δένδρων, ῥόζος, Θεόγρ. Ι. Φ. 1. 8, 6.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
congre, poisson.
Étymologie: DELG rien de sûr ; cf. γράω selon étym. pop. antique.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 ict. congrio en prescripciones dietéticas, Hp.Mul.2.115, Mnesith.Ath.38.8, Diph.Siph. en Ath.355d, cotizado en gastronomía, Hedyl.1501P., Archestr.SHell.149.1, en rel. a sus características físicas, Arist.PA 696a4, HA 489b26, 507a11, 571a28, buscado por las gaviotas por la viscosidad de su piel, D.P.Au.2.6, ref. a su enemistad con la murena, Ael.NA 5.48, cf. Epich.37, Sophr.94, Antiph.27.12, Alex.15.15, Euph.50, Plu.2.182f, 668c, Artem.2.14.
2 agr. agalla del olivo y otros árboles, Thphr.HP 1.8.6, Gal.17(2).38.
• Etimología: Quizá término popular deriv. de γογγύλος por alusión a la forma redondeada.
Greek Monolingual
ο (AM γόγγρος)
τελεόστεος ιχθύς, χέλι της θάλασσας, μουγγρί
αρχ.
ρόζος στον φλοιό τών δέντρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η υπόθεση ότι πρόκειται για δάνεια λέξη μεσογειακής προελεύσεως μένει αναπόδεικτη. Πιθ. πρόκειται για δημώδη τ. που μπορεί να συσχετιστεί με τον τ. γογγύλος
ανάγεται σε υποθετικό γογγρός «στρογγυλός»].
Russian (Dvoretsky)
γόγγρος: ὁ зоол. угорь Arst., Plut.