δεινόω: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δεινόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, κάνω [[κάτι]] τρομερό, [[υπερβάλλω]], [[μεγαλοποιώ]], [[διογκώνω]], σε Θουκ.
|lsmtext='''δεινόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, κάνω [[κάτι]] τρομερό, [[υπερβάλλω]], [[μεγαλοποιώ]], [[διογκώνω]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''δεινόω:''' представлять в страшном виде, сильно преувеличивать (ἐπὶ τὸ [[μεῖζον]] πάντα Thuc.; τὰς συμφοράς Plut.).
}}
}}

Revision as of 18:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεινόω Medium diacritics: δεινόω Low diacritics: δεινόω Capitals: ΔΕΙΝΟΩ
Transliteration A: deinóō Transliteration B: deinoō Transliteration C: deinoo Beta Code: deino/w

English (LSJ)

   A make terrible: exaggerate, ἐπὶ τὸ μεῖζον πάντα δεινώσας Th. 8.74; δεινῶσαι τὰς συμφοράς Plu.Per.28.

German (Pape)

[Seite 539] schrecklich, groß machen, übertreiben, ἐπὶ τὸ μεῖζον πάντα Thuc. 8, 74; Plut. Pericl. 28.

Greek (Liddell-Scott)

δεινόω: ποιῶ τι δεινόν, ἐξογκώνω, μεγαλώνω, παριστάνω ἐπὶ τὸ μεῖζον, ἐπὶ τὸ μεῖζον πάντα δεινώσας Θουκ. 8. 74· δεινῶσαι τὰς συμφορὰς Πλούτ. Περικλ. 28.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
exagérer (le danger, les défauts ou les inconvénients de qch).
Étymologie: δεινός.

Spanish (DGE)

hacer más terrible, exagerar los aspectos negativos de algo ἐπὶ τὸ μεῖζον πάντα δεινώσας exagerándolo todo para empeorarlo Th.8.74, μάλιστα δὲ τὴν σφαγὴν ... ἐδείνου τῷ λόγῳ καὶ τὴν δυσσέβειαν I.AI.17.237, δεινῶσαι τὰς τῆς πατρίδος συμφοράς exagerar las desgracias de la patria Plu.Per.28, cf. D.C.58.1.3, 60.14.4
ret. reforzar, exagerar, aportar vehemencia a la dicción, en v. med.-pas. (ταῦτα) τεθόλωται γὰρ τῇ φράσει καὶ τεθορύβηται ταῖς φαντασίαις μᾶλλον ἢ δεδείνωται pues (estas expresiones) más que vehementes, quedan turbias en el discurso y confusas en las imágenes Longin.3.1.

Greek Monotonic

δεινόω: μέλ. -ώσω, κάνω κάτι τρομερό, υπερβάλλω, μεγαλοποιώ, διογκώνω, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

δεινόω: представлять в страшном виде, сильно преувеличивать (ἐπὶ τὸ μεῖζον πάντα Thuc.; τὰς συμφοράς Plut.).