δημός: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δημός:''' ὁ, [[λίπος]], [[ξύγκι]], [[πάχος]], σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. κ.λπ.· <i>δίπλακι δημῷ</i> (λέγεται για το [[κρέας]] που προορίζεται για [[θυσία]]), με [[λίπος]] πάνω και [[λίπος]] [[κάτω]], σε Ομήρ. Ιλ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''δημός:''' ὁ, [[λίπος]], [[ξύγκι]], [[πάχος]], σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. κ.λπ.· <i>δίπλακι δημῷ</i> (λέγεται για το [[κρέας]] που προορίζεται για [[θυσία]]), με [[λίπος]] πάνω και [[λίπος]] [[κάτω]], σε Ομήρ. Ιλ. (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''δημός:''' ὁ жир, сало, тук Hom., Hes., Arph., Arst.
}}
}}

Revision as of 18:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημός Medium diacritics: δημός Low diacritics: δημός Capitals: ΔΗΜΟΣ
Transliteration A: dēmós Transliteration B: dēmos Transliteration C: dimos Beta Code: dhmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A fat, βοῦν . . πίονα δημῷ Il.23.750, cf. Hes.Th.538, Ar.V. 40, etc.; δίπλακι δημῷ (of sacrificial meat) with fat above and fat below, Il.23.243; of men, κορέει κύνας ἠδ' οἰωνοὺς δημῷ 8.380.

German (Pape)

[Seite 564] ὁ, Fett. Talg, Schmeer; Ableitung ungewiß; über den Accent-Unterschied zwischen δῆμος und δημός s. δῆμος zu Ende. – Fett von Menschen, Hom. Iliad. 8, 380. 11, 818. 13, 832. 21, 127. 204; von Ochsen Iliad. 8, 240. 23, 750; von Schaafen Iliad. 22, 501; von μήλοις Odyss. 9, 464; von μήλοις und Ochsen Iliad. 23, 168; ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων Odyss. 17, 241; von einem Schwein Odyss 14, 428; unbestimmt Iliad. 23, 243. 253. – Von einem Ochsen Hesiod. Th. 538; βόειον δημόν Aristoph. Fesp. 40: vom Aale Aristot. H. A. 8, 2.

Greek (Liddell-Scott)

δημός: ὁ, (ἀβεβαίου ῥίζης) = πάχος, λίπος, τὸ ἐπίπλουν, βοῦν... πίονα δημῷ Ἰλ. Ν. 168, πρβλ. Ἡσ. Θ. 538, Ἀριστοφ. Σφ. 40, κτλ.· δίπλακι δημῷ, μὲ πάχος ἄνωθεν καὶ πάχος κάτωθεν, Ἰλ. Ψ. 243· ― ὡσαύτως ἐπὶ ἀνθρώπων, κορέει κύνας ἠδ’ οἰωνοὺς δημῷ Θ. 380.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
graisse des animaux, particul. des bœufs et des brebis (lat. omentum) ; rar. graisse de l’homme.
Étymologie: pê R. Δα, diviser, faire les parts ; v. δαίω.

English (Autenrieth)

fat; of men, Il. 8.380, Il. 11.818.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
grasa, sebo de anim., esp. de vacuno βοῶν δ. Il.8.240, βοῦν ... πίονα δημῷ Il.23.750, ἵστη βόειον δημόν Ar.V.40, cf. Eq.954, de ovejas οἰῶν πίονα δημόν Il.22.501, τὰ μῆλα ... πίονα δημῷ Od.9.464, gener., para un sacrificio ἐκ δ' ἄρα πάντων δημὸν ἑλών Il.23.168, δίπλακι δημῷ con doble capa de grasa, Il.23.243, ἔγκατα πίονα δημῷ Hes.Th.538, cf. 541, A.R.1.434, Orác. en ZPE 1.1967.185.25 (Hierápolis II d.C.), Q.S.1.798, 3.735, Hsch.
de anguilas, Arist.HA 592a12
del hombre ἦ τις καὶ Τρώων κορέει κύνας ἠδ' οἰωνοὺς δημῷ καὶ σάρκεσσι Il.8.380, cf. 13.832, ἄσειν ἐν Τροίῃ ταχέας κύνας ἀργέτι δημῷ saciar de brillante grasa (de los dánaos) en Troya a los rápidos perros, Il.11.818, Λυκάονος ἀργέτα δημόν Il.21.127, cf. 21.204. • DMic.: de-mo-qe.

• Etimología: Quizá de *dām- ‘fluidez’, que habría dado lugar a arm. *tam-, en tam-uk ‘húmedo’ y, c. alarg. *-n-, a ai. dā́nu- ‘gotas’, av. dānu- ‘río’, celt. Dānuuius, etc.

Greek Monolingual

δημός, ο (Α)
το λίπος, το πάχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με αλβ. dhjame «λίπος, στέαρ, ξύγκι». Αν υποτεθεί ότι η λ. έχει πρωταρχική σχέση με την έννοια «υγρασία, υγρότητα», τότε συνδέεται και με αρμ. tam- στο tam-uk «υγρός, βρεγμένος» και με το ρ. tamk-anam «υγραίνομαι». Τέλος, αν θεωρηθεί το -m- ως επίθημα, τότε προκύπτει και ετυμολογική σχέση με αρχ. ινδ. dā-nu «σταγόνα», αβεστ. dā-nu- «ποταμός, ρεύμα», οσσετ. don «νερό, ποταμός»].

Greek Monotonic

δημός: ὁ, λίπος, ξύγκι, πάχος, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. κ.λπ.· δίπλακι δημῷ (λέγεται για το κρέας που προορίζεται για θυσία), με λίπος πάνω και λίπος κάτω, σε Ομήρ. Ιλ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

δημός: ὁ жир, сало, тук Hom., Hes., Arph., Arst.