διαφροντίζω: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
(9)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαφροντίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σκέπτομαι]], [[μελετώ]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> [[φροντίζω]], [[προσέχω]], [[φυλάσσω]] («διαφροντίζειν ἥκιστα ἀναγκαῑον ἐν τῇ πολιτείᾳ τῇ τοιαύτη ἢ [[πατέρα]] ὡς υἱῶν», <b>Αριστοτ.</b> <i>Πολιτεία</i>).
|mltxt=[[διαφροντίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σκέπτομαι]], [[μελετώ]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> [[φροντίζω]], [[προσέχω]], [[φυλάσσω]] («διαφροντίζειν ἥκιστα ἀναγκαῑον ἐν τῇ πολιτείᾳ τῇ τοιαύτη ἢ [[πατέρα]] ὡς υἱῶν», <b>Αριστοτ.</b> <i>Πολιτεία</i>).
}}
{{elru
|elrutext='''διαφροντίζω:''' иметь попечение, заботиться (τὴν οἰκειότητα Arst.).
}}
}}

Revision as of 18:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφροντίζω Medium diacritics: διαφροντίζω Low diacritics: διαφροντίζω Capitals: ΔΙΑΦΡΟΝΤΙΖΩ
Transliteration A: diaphrontízō Transliteration B: diaphrontizō Transliteration C: diafrontizo Beta Code: diafronti/zw

English (LSJ)

   A meditate on, consider, τι Hp.Aër.1; δ. δρᾶμα compose, Ael.VH2.21: abs., meditate, Epicr.11.22.    2 c. gen., take care of, pay regard to, Arist.Pol.1262b20.

German (Pape)

[Seite 612] genau erwägen, durchdenken; Hippocr.; τινός, Arist. Polit. 2, 4; absol., Epicrat. Ath. II, 54 (v. 22); aussinnen, δρᾶμα Ael. V. H. 2, 21.

Greek (Liddell-Scott)

διαφροντίζω: σκέπτομαι, μελετῶ τι, ἀκριβῶς ἐξετάζω, τι Ἱππ. Ἀέρ. 280· δ. δρᾶμα, συνθέτω, Λατ. meditari, Αἰλ. ΙΙ. Ἱ. 2. 21·- ἀπολ., μελετῶ, σκέπτομαι, Ἐπικρ. Ἀδήλ. 1. 22. 2) μετὰ γεν., φροντίζω περὶ τινος, προσέχω τι, φυλάττω, Ἀριστ. Πολ. 2. 4, 8.

French (Bailly abrégé)

méditer sur, acc..
Étymologie: διά, φροντίζω.

Spanish (DGE)

1 examinar, considerar, tomar en consideración c. ac. τὴν θέσιν αὐτῆς (τῆς πόλεως) Hp.Aër.1, c. gen. υἱῶν Arist.Pol.1262b20
abs. reflexionar χρόνον οὐκ ὀλίγον διεφρόντιζον Epicr.10.22.
2 idear, componer τὸ δρᾶμα Ael.VH 2.21.

Greek Monolingual

διαφροντίζω (Α)
1. σκέπτομαι, μελετώ κάτι
2. γεν. φροντίζω, προσέχω, φυλάσσω («διαφροντίζειν ἥκιστα ἀναγκαῑον ἐν τῇ πολιτείᾳ τῇ τοιαύτη ἢ πατέρα ὡς υἱῶν», Αριστοτ. Πολιτεία).

Russian (Dvoretsky)

διαφροντίζω: иметь попечение, заботиться (τὴν οἰκειότητα Arst.).