δυσσεβής: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσσεβής:''' -ές ([[σέβω]]), [[άθεος]], [[ασεβής]], [[βέβηλος]], [[ανίερος]], [[βλάσφημος]], [[άσεμνος]], σε Τραγ. | |lsmtext='''δυσσεβής:''' -ές ([[σέβω]]), [[άθεος]], [[ασεβής]], [[βέβηλος]], [[ανίερος]], [[βλάσφημος]], [[άσεμνος]], σε Τραγ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσσεβής:''' нечестивый Trag. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A ungodly, impious, profane, of persons, A.Th.598 (Comp. or Sup.), and their acts, δ. χάρις S.Ant.514; τὰ τῶν κακίστων δυσσεβέστατα Id.OC1190; δ. μέλαθρα E.IT694. Adv. -βῶς Id.Fr.825.—This family of words is chiefly found in Trag. (δυσσεβής occurs in Men.540, Diph.105, and later Prose as Jul.Or.5.174b (Sup.)); εὐσεβής, etc., are freq. also in Prose.
German (Pape)
[Seite 688] ές, gottlos, von Menschen und Sachen; ἔργον Aesch. Ag. 756; öfter bei Tragg.; auch sp. D., wie Lyc. 1151; in Prosa, Longin. 4, 3; Geop. u. K. S., bes. adv. δυσσεβῶς.
Greek (Liddell-Scott)
δυσσεβής: -ές, ἀσεβής, ἄθεος· ἐπὶ προσώπων καὶ τῶν πράξεων αὐτῶν· τὰ τῶν κακίστων δυσσεβέστατα Σοφ. Ο. Κ. 1190· δ. μέλαθρα Εὐρ. Ι. Τ. 694. ― Ἐπίρρ. -βῶς. Εὐρ. Ἀποσπ. 822. Αἱ λέξεις αὖται ἀνήκουσι σχεδὸν ἀποκλειστικῶς εἰς τοὺς Τραγ. (δυσσεβὴς ἀπαντᾶ παρὰ Μενάνδ. ἐν Ἀδήλ. 12, Διφίλ. ἐν Ἀδηλ. 24)· εὐσεβής, κτλ. εἶναι συχνὰ καὶ παρὰ πεζοῖς.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
impie;
Cp. δυσσεβέστερος, Sp. δυσσεβέστατος.
Étymologie: δυσ-, σέβω.
Spanish (DGE)
-ές
• Morfología: [no contr. plu. nom. δυσσεβέες Nonn.Par.Eu.Io.16.3; ac. δυσσεβέας Orac.Sib.1.117, 4.43; gen. δυσσεβέων Theoc.26.32, Nonn.D.31.92]
1 impío, inicuo tanto en rel. c. los dioses como c. los hombres (familia, ciudad, sociedad, etc.), de pers. op. δίκαιος: βροτοί A.Th.598, cf. E.Hipp.1050, Ἀτρεύς S.Ai.1293, δυσσεβεῖς κακῶν <τ'> ἄπο βλαστόντας Trag.Adesp.1b.15, οἱ δυσσεβεῖς οὗτοι, οἳ μὲν τὴν πόλιν διασύρουσιν D.18.323, cf. Theoc.l.c., LXX 2Ma.3.11, 3Ma.3.1, BGU 1816.4 (I a.C.), Ph.1.405, I.BI 4.190, Orac.Sib.4.43, δυσσεβεῖς καὶ ἱερόσυλοι Luc.Asin.41, οἱ βλασφημήσαντες τὸ Πνεῦμα τῆς χάριτος ... οἱ καὶ Ἰουδαίων δυσσεβέστεροι de herejes Const.App.6.18.3, Νεστόριος ὁ δ. Pamph.Mon.Solut.12.115, cf. Cyr.H.Catech.16.9, Pamph.Mon.Solut.tít.
•c. εἰς impío contra εἰς τὸν Δία ... δ. ἐγένετο Longin.4.3, δυσσεβέες τελέσουσιν ἐς ὑμέας Nonn.Par.Eu.Io.16.3, cf. D.31.92, Iul.Or.8.174b, Them.Or.1.9a, Charito 3.4.12, Gp.11.15.2
•de cosas, acciones, sentimientos, comportamientos ἔργον A.A.758, φρενὸς πνέων δυσσεβῆ τροπαίαν soplando en su mente un viento cambiante, impío A.A.219, χάρις S.Ant.514, τὰ τῶν κακίστων δυσσεβέστατ' S.OC 1190, φόνῳ τέκνων δυσσεβεῖ E.Med.1287, μέλαθρα E.IT 694, θοίνη Moschio Trag.6.33, αἷμα ref. a la guerra AP 7.492 (Anyt.), τρόπος Diph.105, ψυχῆς πονηρᾶς δ. παράστασις Men.Fr.761.8, γάμοι ref. a la violación de Casandra por Áyax, Lyc.1151, ἀνοσιούργημα Ph.2.301, θύειν μὲν ἃ μὴ χρὴ δ. ἡγούμενα Aristid.Or.29.14, ἐπιθυμίαι Alex.Aphr.Pr.1.87, κόσμος Nonn.Par.Eu.Io.3.19
•en lit. crist. frec. de la herejía, Eus.HE 4.7.4, Ps.Caes.213.71, op. τὸ ἀπηγορευμένον πανταχόθεν τοῖς ἱεροῖς νόμοις Pall.V.Chrys.14.51
•subst. τὸ δ. impiedad ποινὴ τοῦ πολλοῦ δυσσεβοῦς I.AI 17.170, cf. Aristaenet.2.8.13.
2 adv. -ῶς de manera impía δῶμα πλούτῳ δ. ὠγκωμένον E.Fr.825, δ. τὴν βασιλείαν παραλαβεῖν I.AI 17.95, de una ciu. δ. ... πολιτευομένη Thdt.Is.7.159, μερίζειν δ. τὴν οὐσίαν Amph.Seleuc.207, δ. ἐθελοκακεῖν PMasp.151.216 (VI d.C.).
Greek Monolingual
-ές (AM δυσσεβής, -ές)
ασεβής, άθεος («τότε Ἰούδας ὁ δυσσεβὴς φιλαργυρίαν νοσήσας ἐσκοτίζετο»).
Greek Monotonic
δυσσεβής: -ές (σέβω), άθεος, ασεβής, βέβηλος, ανίερος, βλάσφημος, άσεμνος, σε Τραγ.
Russian (Dvoretsky)
δυσσεβής: нечестивый Trag.