εἰρηνοφύλαξ: Difference between revisions
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εἰρηνοφύλαξ:''' [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, [[φρουρός]], [[προστάτης]] της ειρήνης, σε Ξεν. | |lsmtext='''εἰρηνοφύλαξ:''' [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, [[φρουρός]], [[προστάτης]] της ειρήνης, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εἰρηνοφύλαξ:''' ᾰκος ὁ страж или хранитель мира Xen., Aeschin., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, ἡ,
A guardian of peace, X.Vect.5.1, Aeschin.3.159; of Caesar, Ph.2.567; title of police magistrate, Lib. Or.48.9 (pl.), Sammelb.4636.32,36 (Panopolis, iii A. D.). II pl., = εἰρηνοδίκαι, Plu.Num.12.
German (Pape)
[Seite 735] ὁ, 1) der Friedenswächter, Xen. Vect. 5, 1; Aesch. 3, 159. – 2) fetialis, Plut. Num. 12.
Greek (Liddell-Scott)
εἰρηνοφύλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, φύλαξ τῆς εἰρήνης, Ξεν Πόροι 5. 1. ΙΙ. κατὰ πληθ., ὡς τὸ παρὰ Ρωμαίοις Fetiales, εἰρηνοδίκαι, Πλούτ. Νουμ. 12.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
qui veille au maintien de la paix ; à Rome fécial.
Étymologie: εἰρήνη, φύλαξ.
Spanish (DGE)
-ακος, ὁ
guardián de la paz institución proyectada por Jenofonte, X.Vect.5.1, quizá ref. a los delegados del congreso de Corinto, Aeschin.3.159, de los feciales romanos (cf. εἰρηνοδίκης), Plu.Num.12, de Augusto, Ph.2.567, de Dios, Ph.2.296
•n. de un oficial de policía, en Antioquía, Lib.Or.48.9, en Asia Menor, al cuidado de posesiones imperiales εἰ. τῆς ἐπαρχείας SEG 40.1232.4, 1233.6 (ambas Frigia I d.C.), en Egipto, como liturgia municipal PBremen 14.11, PAchm.7.101, PLond.199.8 (todos II d.C.), SB 12136.1 (II/III d.C.), POxy.2121.69 (III d.C.).
Greek Monolingual
ο (Α εἰρηνοφύλαξ)
νεοελλ.
κατώτερο αστυνομικό όργανο που εκτελούσε τις διαταγές τών δημάρχων και τών αστυνόμων
αρχ.
1. φύλακας της ειρήνης
2. τίτλος αστυνομικού
3. ρωμαίος ειρηνοδίκης.
Greek Monotonic
εἰρηνοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, φρουρός, προστάτης της ειρήνης, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εἰρηνοφύλαξ: ᾰκος ὁ страж или хранитель мира Xen., Aeschin., Plut.