ἐκτοπιστικός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink

Source
(11)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν (Α [[ἐκτοπιστικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στον εκτοπισμό<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τη [[συνήθεια]] να αλλάζει [[τόπο]] διαμονής, [[αποδημητικός]], [[μεταναστευτικός]], [[διαβατικός]], [[διαβατάρικος]].
|mltxt=-ή, -όν (Α [[ἐκτοπιστικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στον εκτοπισμό<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τη [[συνήθεια]] να αλλάζει [[τόπο]] διαμονής, [[αποδημητικός]], [[μεταναστευτικός]], [[διαβατικός]], [[διαβατάρικος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκτοπιστικός:''' передвигающийся, странствующий, (о птицах) перелетный (ζῷα Arst.).
}}
}}

Revision as of 19:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτοπιστικός Medium diacritics: ἐκτοπιστικός Low diacritics: εκτοπιστικός Capitals: ΕΚΤΟΠΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ektopistikós Transliteration B: ektopistikos Transliteration C: ektopistikos Beta Code: e)ktopistiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A migratory, ἐ. ζῷα, opp. ἐπιδημητικά, Arist.HA488a14; βίος Id.PA694a5.

German (Pape)

[Seite 782] ή, όν, zum Entfernen, Verändern des Ortes geneigt; Ggstz von ἐπιδημητικός, Arist. H. A. 1, 1; βίος, Wanderleben, part. an. 4, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτοπιστικός: -ή, -όν, ἀποδημητικός, ἐκτ. ζῷα ἀντίθετον τῷ ἐπιδημητικὰ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 26· βίος π. Ζ. Μορ. 4. 12, 18.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
migratorio τὰ μὲν (ζῷα) ἐπιδημητικὰ ... τὰ δ' ἐκτοπιστικά Arist.HA 488a14, γένη ὀρνίθων πτητικὰ ... ἢ ἐκτοπιστικά Arist.PA 694a6, de los atunes, Arist.Fr.303.

Greek Monolingual

-ή, -όν (Α ἐκτοπιστικός, -ή, -όν)
1. αυτός που αναφέρεται στον εκτοπισμό
2. αυτός που έχει τη συνήθεια να αλλάζει τόπο διαμονής, αποδημητικός, μεταναστευτικός, διαβατικός, διαβατάρικος.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτοπιστικός: передвигающийся, странствующий, (о птицах) перелетный (ζῷα Arst.).