ἐλλιμενίζω: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐλλιμενίζω:''' (ἐν, [[λιμήν]]), [[εισπράττω]] λιμενικούς φόρους.
|lsmtext='''ἐλλιμενίζω:''' (ἐν, [[λιμήν]]), [[εισπράττω]] λιμενικούς φόρους.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλλῐμενίζω:''' взимать портовый сбор Arph.
}}
}}

Revision as of 19:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλλῐμενίζω Medium diacritics: ἐλλιμενίζω Low diacritics: ελλιμενίζω Capitals: ΕΛΛΙΜΕΝΙΖΩ
Transliteration A: ellimenízō Transliteration B: ellimenizō Transliteration C: ellimenizo Beta Code: e)llimeni/zw

English (LSJ)

   A exact harbour-dues, Ar.Fr.455.

German (Pape)

[Seite 801] im Hafen sein, dahin kommen, Sp.; – den Hafenzoll einfordern, einnehmen, Ar. bei Poll. 9, 31.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλλῐμενίζω: εἰσπράττω τὸ ἐλλιμένιον, δηλ. τὸν λιμενικὸν φόρον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 392. ΙΙ. εἰσέρχομαι εἰς τὸν λιμένα, Συνέσ. 166Β.

French (Bailly abrégé)

1 intr. séjourner ou mouiller dans un port;
2 tr. percevoir le droit de séjour dans le port.
Étymologie: ἐν, λιμήν.

Spanish (DGE)

(ἐλλῐμενίζω)
• Grafía: graf. ἐνλ- Hsch.ε 3173
1 recaudar el impuesto portuario ἐλλιμενίζεις ἢ δεκατεύεις Ar.Fr.472, cf. Hsch.l.c.
2 entrar en puerto, fondear κατὰ πρόφασιν ἐμπορίας ἐλλιμενίζοντας D.C.Epit.8.9.5, δεὸν ἡμᾶς ἐ. Synes.Ep.5 (p.20), cf. Sch.Ar.Eq.1367a, Sch.Th.2.91, Sch.Aristid.Or.1.110, Sch.S.OT 423L.
en v. med.-pas. resguardarse, ser acogido en el puerto las naves, fig. de desgracias encontrar alivio ποῖ ποτε παύσονται καὶ ἐλλιμενισθήσονται (οἱ πόνοι) Sch.A.Pr.178H.
3 encallar, embarrancar Sch.A.A.666a.

Greek Monolingual

(AM ἐλλιμενίζω)
μσν.- νεοελλ.
οδηγώ πλοίο μέσα σε λιμάνι και το προσορμίζω
νεοελλ.
ελλιμενίζομαι
(για πλοίο) αγκυροβολώ
αρχ.
1. εισπράττω τον λιμενικό φόρο
2. (για πλοίο) μπαίνω στο λιμάνι, αγκυροβολώ.

Greek Monotonic

ἐλλιμενίζω: (ἐν, λιμήν), εισπράττω λιμενικούς φόρους.

Russian (Dvoretsky)

ἐλλῐμενίζω: взимать портовый сбор Arph.