ἐξαστράπτω: Difference between revisions
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
(4) |
(2) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξαστράπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[λάμπω]], [[ακτινοβολώ]] όπως με την [[αστραπή]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ἐξαστράπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[λάμπω]], [[ακτινοβολώ]] όπως με την [[αστραπή]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξαστράπτω:''' быть сверкающим, блистать (ὁ ἱματισμὸς λευκὸς ἐξαστράπτων NT). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 31 December 2018
English (LSJ)
A flash as with lightning, LXXNa.3.3, Ev.Luc.9.29; of the sun's light, Zos.Alch.p.111 B.; φόβῳ καὶ κάλλεϊ Tryph.103.
German (Pape)
[Seite 873] hervorblitzen; Tryph. 102; LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαστράπτω: ἐκλάμπω, Τρυφιόδ. 103· πῦρ ἐξαστράπτον Ἑβδ. (Ἰεζεκιὴλ Α, 4), Εὐαγγ. κ. Λουκ. θ΄, 29, κλ.
French (Bailly abrégé)
lancer des éclairs, briller.
Étymologie: ἐξ, ἀστράπτω.
Spanish (DGE)
I intr.
1 refulgir como el rayo, fulgurar, resplandecer ἐξαστραπτόντων ὅπλων LXX Na.3.3, φῶς ἐξαστράπτον ἡλιακόν Zos.Alch.Comm.Gen.10.104, esp. de la divinidad o sus manifestaciones ὁ ἱματισμὸς ... λευκὸς ἐξαστράπτων de Jesús Eu.Luc.9.29, cf. Hsch.H.Hom.20.9.7, ἡ ἐξαστράπτουσα αἴγλη τῆς θεότητος Chrys.M.59.591, ὁ μὲν ἐξήστραπτε φόβῳ καὶ κάλλεϊ πολλῷ εὐρύς θ' ὑψηλός τε del caballo de Troya, Triph.103.
2 en v. med.-pas., fig. producirse como un relámpago, como un fulgor c. gen. κυρίως κατὰ φύσιν ἐστὶν Υἱὸς τῆς τοῦ Πατρὸς οὐσίας ἐξαστραφείς Cyr.Al.M.75.525D.
II tr. hacer brillar, iluminar fig. ἵνα δὴ πάλιν ἐξαστράψωσι τὰς λαμπάδας ... αἱ παρθένοι Meth.Symp.143, cf. 154, ἐξήστραψε τὸν ἀνθρώπων βίον Cristo, Eus.M.23.685D, cf. en v. pas., Cyr.Al.M.73.85A.
English (Strong)
from ἐκ and ἀστράπτω; to lighten forth, i.e. (figuratively) to be radiant (of very white garments): glistening.
English (Thayer)
.
1. properly, to send forth lightning, to lighten.
2. to flash out like lightning, to shine, be radiant: of garments, φόβῳ καί κάλλει πολλῷ Tryphiodor. 103; (cf. Winer's Grammar, 102 (97))).
Greek Monolingual
και εξαστράφτω (AM ἐξαστράπτω) αστράπτω
είμαι φωτεινός σαν αστραπή, αστραποβολώ.
Greek Monotonic
ἐξαστράπτω: μέλ. -ψω, λάμπω, ακτινοβολώ όπως με την αστραπή, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἐξαστράπτω: быть сверкающим, блистать (ὁ ἱματισμὸς λευκὸς ἐξαστράπτων NT).