Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπαρτύω: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπαρτύω:''' και -ύνω[ῡ],<br /><b class="num">I.</b> [[εφαρμόζω]], [[συναρμολογώ]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[προετοιμάζω]], στο ίδ. — Μέσ., [[προετοιμάζω]] για τον εαυτό μου, σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''ἐπαρτύω:''' και -ύνω[ῡ],<br /><b class="num">I.</b> [[εφαρμόζω]], [[συναρμολογώ]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[προετοιμάζω]], στο ίδ. — Μέσ., [[προετοιμάζω]] για τον εαυτό μου, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπαρτύω:''' <b class="num">1)</b> прилаживать, приделывать ([[πῶμα]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> устраивать, готовить ([[πῆμα]] Hom. - in tmesi).
}}
}}

Revision as of 20:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαρτύω Medium diacritics: ἐπαρτύω Low diacritics: επαρτύω Capitals: ΕΠΑΡΤΥΩ
Transliteration A: epartýō Transliteration B: epartyō Transliteration C: epartyo Beta Code: e)partu/w

English (LSJ)

and ἐπαρτ-ύνω [ῡν],

   A fit or fix on, αὐτίκ' ἐπήρτυε πῶμα Od.8.447.    II prepare, ἐπὶ γὰρ Ζεὺς ἤρτυε πῆμα Od.3.152; ὄλεθρόν τινι Opp.C.2.443:—Med., δεῖπνον ἐπηρτύνοντο they prepared them a meal, h.Cer.128.

German (Pape)

[Seite 905] darauf fügen, πῶμα Od. 8, 447.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαρτύω: ῠ, καὶ -ύνω ῡν, συναρμόττω, αὐτίκ’ ἐπήρτυε πῶμα Ὀδ. Θ. 447. ΙΙ. παρασκευάζω, ἑτοιμάζω, ἐπὶ γὰρ Ζεὺς ἤρτυε πῆμα κακοῖο Ὀδ. Γ. 152· ὄλεθρόν τινι Ὀπ. Κυν. 2. 443. - Μέσ., δεῖπνον ἐπηρτύνοντο, παρεσκεύαζον, ἡτοίμαζον, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 128.

French (Bailly abrégé)

impf. 3ᵉ sg. ἐπήρτυε;
ajuster sur.
Étymologie: ἐπί, ἀρτύω.

English (Autenrieth)

fit on, Od. 8.447.

Greek Monolingual

ἐπαρτύω και ἐπαρτύνω (Α)
1. προσαρμόζω, συναρμόζω, εφαρμόζω («αὐτίκ' ἐπήρτυε πῶμα», Ομ. Οδ.)
2. ετοιμάζω, παρασκευάζω
3. κάνω κάτι νόστιμο, γευστικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρτύω «παρασκευάζω, ετοιμάζω»].

Greek Monotonic

ἐπαρτύω: και -ύνω[ῡ],
I. εφαρμόζω, συναρμολογώ, σε Ομήρ. Οδ.
II. προετοιμάζω, στο ίδ. — Μέσ., προετοιμάζω για τον εαυτό μου, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαρτύω: 1) прилаживать, приделывать (πῶμα Hom.);
2) устраивать, готовить (πῆμα Hom. - in tmesi).