ἐπεισβάλλω: Difference between revisions
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπεισβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ρίχνω]] [[επιπλέον]] μέσα σε [[κάτι]], προσθέτω, <i>τί τινι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[εισβάλλω]] [[ξανά]], σε Θουκ. | |lsmtext='''ἐπεισβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ρίχνω]] [[επιπλέον]] μέσα σε [[κάτι]], προσθέτω, <i>τί τινι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[εισβάλλω]] [[ξανά]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπεισβάλλω:''' староатт. [[ἐπεσβάλλω]]<br /><b class="num">1)</b> подбрасывать, добавлять (σκύφον ποτῷ Eur.);<br /><b class="num">2)</b> вторгаться, производить нападение (ναυσί τε καὶ πεζῷ Thuc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 31 December 2018
English (LSJ)
A throw into besides, ποτῷ E.El.498. II intr., invade again, Th.3.13; of a double attack of fever, Gal.7.352; simply, attack, τῇ ἀγέλῃ Palaeph.1.
German (Pape)
[Seite 911] (s. βάλλω), – 1) noch dazu hineinwerfen, legen, σκύφον ποτῷ Eur. El. 499. – 2) einen Einfall machen; Thuc. 3, 15; τῇ ἀγέλῃ Palaeph. 1, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεισβάλλω: μέλλ. -βᾰλῶ, βάλλω ἢ χύνω ἐντὸς ἄλλου, προσθέτω, ἀλλ’ ἐπεισβαλεῖν ἡδὺ σκύφον τοῦδ’ ἀσθενεστέρῳ ποτῷ, ἀλλ’ εἶναι εὐχάριστον νὰ προσθέσῃ τις ποτήριον ἐκ τούτου (δηλ. τοῦ ἐκλεκτοῦ ποτοῦ) εἰς ἀσθενέστερον ποτόν, Εὐρ. Ἠλ. 498. ΙΙ. ἀμεταβ., εἰσβάλλω ἐκ νέου, Θουκ. 3. 13.
French (Bailly abrégé)
se jeter sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, εἰσβάλλω.
Greek Monolingual
ἐπεισβάλλω (AM)
μσν.
1. διαπερνώ
2. φρ. «ἐπεισβάλλω εἰς τὸν νοῡν» — ξαναφέρνω στη σκέψη
αρχ.
1. προσθέτω («ἐπεισβαλεῑν ἡδὺ σκύφον τοῡδ' ἀσθενεστέρῳ ποτῷ», Ευρ.)
2. εισβάλλω ξανά («ἤν ἐν τῷ θέρει τῷδε... ἐπεσβάλητε τὸ δεύτερον», Θουκ.)
3. (για πυρετό) προσβάλλω για δεύτερη φορά
4. προσβάλλω, επιτίθεμαι.
Greek Monotonic
ἐπεισβάλλω: μέλ. -βᾰλῶ,
I. ρίχνω επιπλέον μέσα σε κάτι, προσθέτω, τί τινι, σε Ευρ.
II. αμτβ., εισβάλλω ξανά, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεισβάλλω: староатт. ἐπεσβάλλω
1) подбрасывать, добавлять (σκύφον ποτῷ Eur.);
2) вторгаться, производить нападение (ναυσί τε καὶ πεζῷ Thuc.).