ἐπιγράβδην: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν αὑτοῦ δαίμονα βιοῦν → live under the direction of his own guiding spirit

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιγράβδην:''' επίρρ. ([[ἐπιγράφω]]), ξύνοντας την [[επιφάνεια]], γδέρνοντας την [[επίστρωση]], Λατ. [[strictim]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἐπιγράβδην:''' επίρρ. ([[ἐπιγράφω]]), ξύνοντας την [[επιφάνεια]], γδέρνοντας την [[επίστρωση]], Λατ. [[strictim]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιγράβδην:''' adv. (слегка) задев, оцарапав (πῆχυν χειρός τινα ἐ. [[βαλεῖν]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 20:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιγράβδην Medium diacritics: ἐπιγράβδην Low diacritics: επιγράβδην Capitals: ΕΠΙΓΡΑΒΔΗΝ
Transliteration A: epigrábdēn Transliteration B: epigrabdēn Transliteration C: epigravdin Beta Code: e)pigra/bdhn

English (LSJ)

Adv., (ἐπιγράφω)

   A scraping the surface, grazing, 11.21.166.    II. like lines, Orph.L.365.

German (Pape)

[Seite 933] oben hin ritzend, Il. 21, 166 u. sp. D.

French (Bailly abrégé)

adv.
en effleurant la surface.
Étymologie: ἐπιγράφω.

English (Autenrieth)

(ἐπιγράφω): adv., βάλε, struck scratching, i. e. ‘grazed,’ Il. 21.166†.

Greek Monolingual

ἐπιγράβδην (Α)
επίρρ.
1. ξυστά, εξώδερμα («τῷ δ' ἑτέρῳ μιν πῆχυν ἐπιγράβδην βάλε χειρὸς δεξιτερῆς», Ομ. Ιλ.)
2. με μορφή γραμμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γράβ-δην (< γράφω)].

Greek Monotonic

ἐπιγράβδην: επίρρ. (ἐπιγράφω), ξύνοντας την επιφάνεια, γδέρνοντας την επίστρωση, Λατ. strictim, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιγράβδην: adv. (слегка) задев, оцарапав (πῆχυν χειρός τινα ἐ. βαλεῖν Hom.).