ἐπίδεσμος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίδεσμος:''' ὁ, [[ανώτερος]] ή [[εξωτερικός]] [[επίδεσμος]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐπίδεσμος:''' ὁ, [[ανώτερος]] ή [[εξωτερικός]] [[επίδεσμος]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίδεσμος:''' ὁ<b class="num">1)</b> повязка, бинт Arph., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> перевязывание Plut.
}}
}}

Revision as of 20:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίδεσμος Medium diacritics: ἐπίδεσμος Low diacritics: επίδεσμος Capitals: ΕΠΙΔΕΣΜΟΣ
Transliteration A: epídesmos Transliteration B: epidesmos Transliteration C: epidesmos Beta Code: e)pi/desmos

English (LSJ)

ὁ,

   A upper or outer bandage, Hp.Off.9, Ar.V.1440, Arist.HA630a6, Ph. Bel.96.19: metaph., of fortresses as the `fetters' of Greece, Str.9.4.15: heterocl. pl. ἐπίδεσμα Ael.NA8.9:—also ἐπί-δεσμον, τό, Gal.13.686.

German (Pape)

[Seite 936] ὁ, der Verband, die Bandage, Ar. Vesp. 1440; Arist. H. A. 9, 44; Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίδεσμος: ὁ, ἐξωτερικὸς ἐπίδεσμος, Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 743 κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Σφ. 1440· ἑτερόκλ. πληθ. ἐπίδεσμα, τά, Αἰλ. π. Ζ. 8. 9:- ὡσαύτως, ἐπίδεσμον, τό, Γαλην.· ἐπίδεσμα, τό, Ἱππ. (ἴδε ἐν λ.), ὅρα Λοβ. Φρύν. 292, καὶ σημείωσιν εἰς Θωμ. Μάγ. σ. 502.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
ligament, bandelette pour pansement.
Étymologie: ἐπί, δεσμός.

Greek Monolingual

ο (AM ἐπίδεσμος)
ταινία αποστειρωμένου ή απολυμασμένου υφάσματος με την οποία δένεται τραύμα, πληγή ή πάσχον μέλος του σώματος
νεοελλ.
1. ένωση δύο ή περισσότερων ναυτικών σχοινιών με ένα λεπτό σχοινί
2. φρ. «γύψινος επίδεσμος» — επίδεσμος και βρεγμένος γύψος —ο οποίος σκληραίνει μετά την τοποθέτηση— για να συγκρατηθεί και να ακινητοποιηθεί μέλος του σώματος για ορισμένο χρονικό διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δεσμός (< δέω «δένω»)].

Greek Monotonic

ἐπίδεσμος: ὁ, ανώτερος ή εξωτερικός επίδεσμος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίδεσμος:1) повязка, бинт Arph., Arst., Plut.;
2) перевязывание Plut.