ἐπιρρυθμίζω: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)

Source
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιρρυθμίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[μορφοποιώ]], [[σχηματοποιώ]], [[τακτοποιώ]], [[διευθετώ]], [[διασκευάζω]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἐπιρρυθμίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[μορφοποιώ]], [[σχηματοποιώ]], [[τακτοποιώ]], [[διευθετώ]], [[διασκευάζω]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιρρυθμίζω:''' <b class="num">1)</b> перестраивать к лучшему, исправлять, улучшать (sc. [[ποίημα]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> одевать, наряжать: ἐ. ἐς τὸ ἀφελὲς ἑαυτόν Luc. одеваться просто.
}}
}}

Revision as of 20:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρυθμίζω Medium diacritics: ἐπιρρυθμίζω Low diacritics: επιρρυθμίζω Capitals: ΕΠΙΡΡΥΘΜΙΖΩ
Transliteration A: epirrythmízō Transliteration B: epirrythmizō Transliteration C: epirrythmizo Beta Code: e)pirruqmi/zw

English (LSJ)

   A remould, amend, [ποιήματα] Pl.Lg.802b; ἐ. ἐς τὸ ἀφελὲς ἑαυτήν dress oneself simply, v.l. in Luc.Pisc.12.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρυθμίζω: φέρω εἰς ῥυθμόν, ποιήματα Πλάτ. Νόμ. 802Β· ἐς τὸ ἀφελὲς καὶ ἀκόσμητον ἑαυτὴν ἐπερρύθμιζεν, ἐστόλιζεν, ἐνέδυε μετὰ ἁπλότητος, Λουκ. Ἁλιεὺς 12.

French (Bailly abrégé)

arranger, ajuster avec grâce.
Étymologie: ἐπί, ῥυθμίζω.

Greek Monolingual

ἐπιρρυθμίζω (Α) ρυθμίζω
1. (για στίχους) φέρνω σε ρυθμό, ρυθμοποιώ
2. ντύνω με απλότητα, στολίζω («ἐς τὸ ἀφελές καὶ ἀκόσμητον ἑαυτήν ἐπερρύθμιζε», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

ἐπιρρυθμίζω: μέλ. -σω, μορφοποιώ, σχηματοποιώ, τακτοποιώ, διευθετώ, διασκευάζω, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιρρυθμίζω: 1) перестраивать к лучшему, исправлять, улучшать (sc. ποίημα Plat.);
2) одевать, наряжать: ἐ. ἐς τὸ ἀφελὲς ἑαυτόν Luc. одеваться просто.