εὐπερίστατος: Difference between revisions
ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy
(4) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐπερίστᾰτος:''' -ον ([[περιστῆναι]]), αυτός που περιβάλλει με [[ευκολία]], που ριζώνει εύκολα, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''εὐπερίστᾰτος:''' -ον ([[περιστῆναι]]), αυτός που περιβάλλει με [[ευκολία]], που ριζώνει εύκολα, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐπερίστατος:''' легко обступающий, т. е. опутывающий ([[ἁμαρτία]] NT). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:17, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A easily besetting, ἁμαρτία Ep.Hebr.12.1; perh. leading to distress, cf. περίστασις; εὐπερίστατον, = εὔκολον, εὐχερῆ, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπερίστᾰτος: -ον, εὐκόλως περιβάλλων, περιπλέκων, ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καὶ τὴν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ιβʹ, 1. - Καθ᾿ Ἡσύχ.: «εὐπερίστατον· εὔκολον, εὐχερῆ», πρβλ. κ. Σουΐδ. καὶ Φώτ. ἐν λ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui circonvient facilement.
Étymologie: εὖ, περιΐστημι.
English (Strong)
from εὖ and a derivative of a presumed compound of περί and ἵστημι; well standing around, i.e. (a competitor) thwarting (a racer) in every direction (figuratively, of sin in genitive case): which doth so easily beset.
English (Thayer)
εὐπερίστατον (from εὖ and περιστημι), skilfully surrounding i. e. besetting, namely, to prevent or retard running: Isocrates 135e.), well or much admired (cf. R. V. marginal reading)). (Not found elsewhere.)
Greek Monolingual
εὐπερίστατος, -ον (Α)
1. αυτός που περιβάλλει, που περικλείει εύκολα
2. (κατά τον Ησύχ.) «εὔκολος, εὐχερής»
3. (κατά το λεξ. Σούδα) «μωρός, ταχέως περιτρεπόμενος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί-στατος (< περι-ίσταμαι)].
Greek Monotonic
εὐπερίστᾰτος: -ον (περιστῆναι), αυτός που περιβάλλει με ευκολία, που ριζώνει εύκολα, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
εὐπερίστατος: легко обступающий, т. е. опутывающий (ἁμαρτία NT).