ἡδυεπής: Difference between revisions

From LSJ

Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡδυεπής:''' ([[ἔπος]]), Δωρ. ἁδυ-, -ές, αυτός που μιλάει γλυκά, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· αυτός που ακούγεται, ηχεί γλυκά, σε Πίνδ.· ποιητ. θηλ. <i>ἡδυέπεια</i>, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''ἡδυεπής:''' ([[ἔπος]]), Δωρ. ἁδυ-, -ές, αυτός που μιλάει γλυκά, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· αυτός που ακούγεται, ηχεί γλυκά, σε Πίνδ.· ποιητ. θηλ. <i>ἡδυέπεια</i>, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡδῠεπής:''' дор. ἁδυεπής 2<br /><b class="num">1)</b> сладкоречивый ([[Νέστωρ]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> сладостный, сладкозвучный ([[φάτις]] [[Διός]] Soph.; [[λύρα]], [[ὕμνος]] Pind.; [[Ἀπόλλων]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 21:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδυεπής Medium diacritics: ἡδυεπής Low diacritics: ηδυεπής Capitals: ΗΔΥΕΠΗΣ
Transliteration A: hēdyepḗs Transliteration B: hēdyepēs Transliteration C: idyepis Beta Code: h(dueph/s

English (LSJ)

Dor. ἁδ-, ές,

   A sweet-speaking, Il.1.248; Ὅμηρος Pi.N.7.21, cf. AP9.525.8, etc.; sweet-sounding, λύρα Pi.O.10(11).93; ὕμνος Id.N.1.4: voc., ὦ Διὸς ἁδυεπὲς φάτι S.OT151: poet.fem. pl., ἡδυέπειαι Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες Hes.Th.965, 1021:sg., -έπειασῦριγξ Nonn.D.10.390.

German (Pape)

[Seite 1153] ές, süß, angenehm redend; Νέστωρ Il. 1, 248; ἁδυεπὴς λύρα Pind. Ol. 11, 97; ὑμνος N. 1, 4; Ὅμηρος 7, 21; Apollo, Anth. (IX, 525).

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυεπής: Δωρ. ἁδυ-, ές, ἡδέως ὁμιλῶν, Ἰλ. Α. 248, Πίνδ. Ν. 7. 31, Ἀνθ. Π. 9. 525, κτλ.· ἡδέως ἠχῶν, λύρα Πινδ. Ο. 10 (11). 114· ὕμνος ὁ αὐτ. Ν. 1. 4· κλητ. ὦ Διὸς ἁδυεπὲς φάτι Σοφ. Ο. Τ. 151·- ποιητ. θηλ. πληθ., ἡδυέπειαι Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες Ἡσ. Θ. 965, 1020.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
au doux parler, au doux langage.
Étymologie: ἡδύς, ἔπος.

English (Autenrieth)

(ϝέπος): sweet-speaking, Il. 1.248†.

Greek Monotonic

ἡδυεπής: (ἔπος), Δωρ. ἁδυ-, -ές, αυτός που μιλάει γλυκά, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· αυτός που ακούγεται, ηχεί γλυκά, σε Πίνδ.· ποιητ. θηλ. ἡδυέπεια, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἡδῠεπής: дор. ἁδυεπής 2
1) сладкоречивый (Νέστωρ Hom.);
2) сладостный, сладкозвучный (φάτις Διός Soph.; λύρα, ὕμνος Pind.; Ἀπόλλων Anth.).